Η "Ψυχολογία του Γάμου"

Ο γάμος είναι κοινωνικός θεσμός που υπάρχει από παλιά, από τότε περίπου που ο άνθρωπος έζησε μέσα σε οργανωμένη κοινωνία. Ως «κοινωνικό ον» από την αρχή χρειάστηκε να δημιουργήσει μια κάποια επαφή και να ζήσει ένα είδος, ένα σχήμα ομάδας. Αυτός ο κοινωνικός θεσμός πήρε διάφορες μορφές στην πορεία της ιστορίας. Στη σημερινή του μορφή, λέμε ότι γάμος είναι η νόμιμη συμβίωση δύο ετερόφυλων.
Πώς αντιμετωπίζει ο άνθρωπος το γάμο; Ποιες στάσεις παίρνει απέναντι στο γάμο και πώς βλέπει το θεσμό αυτό;

Ξεκινώντας από την νηπιακή ηλικία, τα παιδιά από τεσσάρων έως έξι ετών, δημιουργούν ένα είδος ταύτισης και θέλουν να παντρευτούν τον μπαμπά ή τη μαμά ανάλογα με το φύλο. Το κοριτσάκι θέλει να παντρευτεί τον μπαμπά, είναι ο πρώτος άνδρας που διαλέγει. Το αγόρι συνήθως τη μαμά, είναι η πρώτη γυναίκα που διαλέγει. Είναι το γνωστό Οιδιπόδειο σύμπλεγμα που εξακολουθεί να υπάρχει κάποιες φορές έως την έσχατη ηλικία.

Όταν μεγαλώσει το παιδί και γίνει επτά ετών πηγαίνει πια στο σχολείο. Τότε αναζητά το σύντροφο έξω από την οικογένεια. Συνήθως η ομάδα που του προσφέρεται είναι η σχολική. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός τα παιδιά της ηλικίας αυτής να αποκαλύπτουν στους γονείς για το συμμαθητή ή τη συμμαθήτρια που θα ήθελαν να παντρευτούν.

Φτάνουμε στην ηλικία των έντεκα, δεκατριών για να έως δεκατεσσάρων ετών. Σε αυτή την ηλικία είναι χαρακτηριστικό ότι τα παιδιά δεν θέλουν συζήτηση για το γάμο κι αν ακόμη κάποιος του μιλήσει έστω και για αστείο τα παιδιά θα πουν αμέσως «εγώ δεν παντρεύομαι, άφησέ με ήσυχο». Σταματούν τη συζήτηση για να έρθει η ηλικία των δεκατεσσάρων μέχρι δεκαοχτώ, ηλικία εφηβική, όπου πια το θέμα προβληματίζει. Ο έφηβος δεν μπορεί να αγνοήσει το πρόβλημα αυτό, βασανίζεται, αλλά βασανίζεται για τον εαυτό του, χωρίς να κάνει συζήτηση με τους μεγάλους. Πολλές φορές δείχνει ότι περιφρονεί το άλλο φύλο, δεν το καταδέχεται, ωστόσο κατά βάθος επιδιώκει την παρέα μαζί του.

Μη νομίσουμε όμως ότι οι ενήλικοι έχουν σαφέστερη εικόνα του γάμου από ό,τι έχουν τα παιδιά. Βασική σημασία για το θέμα έχει η εικόνα για το γάμο που έδωσαν στο νέο άνθρωπο οι γονείς του. Το πρώτο δείγμα, το πρώτο παράδειγμα που παίρνει ο άνθρωπος για το γάμο είναι το πώς έζησε αυτό το φαινόμενο, που λέγεται συμβίωση, μέσα στην οικογένειά του. Αν οι γονείς του δώσουν παράδειγμα ανθρώπων που είναι αγαπημένοι, που συνεννοούνται, τότε αυτό το παράδειγμα θα ακολουθεί τον άνθρωπο και σπάνια θα βγει έξω από τα πλαίσια που του διέγραψε η ψυχολογία των γονέων του.

Από έρευνες για το θέμα, έχει προκύψει το συμπέρασμα ότι «ευτυχισμένα» ζευγάρια γίνονται από «ευτυχισμένους» γονείς. Όταν οι γονείς είναι ευχαριστημένοι, τότε προδιαθέτουν τα παιδιά τους για αρμονική ζωή. Αντίθετα, όταν δεν εναρμονίζονται οι σχέσεις των γονέων, τότε ρίχνουν το σπόρο για μία δύσκολη προσαρμογή των παιδιών τους στη συζυγική τους ζωή.

Υπάρχουν ενήλικες που βλέπουν το γάμο θέμα πολύ δύσκολο και υποφέρουν όταν τους κάνει κάποιος σχετική συζήτηση. Κλείνονται στον εαυτό τους και δεν θέλουν να συζητήσουν. Αυτό το φαινόμενο παρουσιάζεται και στις γυναίκες, περισσότερο όμως στους άνδρες όταν μάλιστα περάσουν μία ορισμένη ηλικία, έχοντας επιτύχει πολλά πράγματα ώστε δεν μπορούν να συνηθίσουν σε μια ιδέα γάμου, εξάρτησης, προσαρμογής. Μία άλλη κατηγορία ενηλίκων είναι εκείνοι που φοβούνται το γάμο ως δέσμευση, μήπως χάσουν την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους. Τέλος, υπάρχει η στάση των νέων απέναντι στο γάμο που δεν έχουν ξεκαθαρίσει μέσα τους τι ακριβώς επιζητούν μέσα από αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, ο γάμος αποτελεί μια σοβαρή υπόθεση στη ζωή του ατόμου και απαιτεί ωριμότητα σε βιολογικό, πνευματικό αλλά και ψυχολογικό επίπεδο ώστε να το οδηγήσει στην ολοκλήρωση.
Πηγή: Χουρδάκη, Μ. (2000). Οικογενειακή Ψυχολογία. Αθήνα: Leader Books.

Επιχειρηματικότητα: Ένα βήμα μόνο για τους τολμηρούς;

Η μελέτη της επιχειρηματικότητας επικεντρώνεται στους ανθρώπους που δημιουργούν νέες καινοτομικές επιχειρήσεις και προϊόντα, κινητοποιώντας τους απαραίτητους πόρους για την υλοποίηση μίας επιχειρηματικής ευκαιρίας με σκοπό την επίτευξη κέρδους. Όπως προκύπτει από μελέτες, ο επιχειρηματίας δείχνει να έχει ένα συγκεκριμένο τρόπο συμπεριφοράς. Η συμπεριφορά αυτή εμπεριέχει το στοιχείο της δημιουργικότητας, την τάση ανάληψης κινδύνων, καθώς και το αίσθημα της ανεξαρτησίας. Υπάρχουν αρκετά παραδείγματα επιτυχημένων επιχειρηματιών που ανταποκρίνονται σε αυτό το πρότυπο. Τίθενται λοιπόν τα ερωτήματα, γιατί κάποιοι να συμπεριφέρονται κατ’αυτόν τον τρόπο, ενώ κάποιοι άλλοι όχι, και γιατί μόνο μερικοί από αυτούς καταφέρνουν να επιτύχουν τους στόχους τους.
Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς, αν οι επιχειρηματίες συνιστούν μία κατηγορία ανθρώπων με διαφορετική προσωπικότητα. Αν, δηλαδή, χαρακτηρίζονται από ένα συγκεκριμένο σύνολο προσωπικών χαρακτηριστικών, που τους διαφοροποιεί από το μέσο όρο των ανθρώπων. Μέσα από εκτεταμένες έρευνες ψυχολόγων και άλλων αναλυτών, διαμορφώθηκε ένα μοντέλο προσωπικών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του επιχειρηματία. Αυτή η προσέγγιση ονομάστηκε προσωπολογική, ή αλλιώς προσέγγιση γνωρισμάτων.
Αναλύοντας τις διαφορετικές προσεγγίσεις για τα προσωπικά χαρακτηριστικά του επιχειρηματία, οι ειδικοί καταλήγουν σε πέντε βασικά γνωρίσματα, τα οποία συναντάμε συχνά στον επιχειρηματία, χωρίς να σημαίνει ότι όταν κάποιος δεν έχει αυτά τα χαρακτηριστικά δεν μπορεί να γίνει επιχειρηματίας. Τα προσωπικά αυτά χαρακτηριστικά είναι τα εξής:

1. Ανάγκη για την επίτευξη υψηλών στόχων. Οι άνθρωποι οι οποίοι επιθυμούν να ακολουθήσουν σταδιοδρομία επιχειρηματία ωθούνται να επιτύχουν ένα σκοπό, όχι για την κοινωνική αναγνώριση, το κύρος και τα χρήματα, αλλά από μία εσωτερική ανάγκη επίτευξης.
2. Ικανότητα αυτοελέγχου. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό των επιχειρηματιών πηγάζει από το αίσθημα εμπιστοσύνης που διαθέτουν στις δικές τους δυνάμεις, οι οποίες τους κάνει να πιστεύουν ότι η επιτυχία είναι στο χέρι τους και δεν βασίζεται σε εξωτερικούς παράγοντες.
3. Δημιουργικότητα. Οι νέες ιδέες που έχει ο επιχειρηματίας μπορεί να οδηγήσουν είτε σε κάποιο καινούργιο προϊόν, που θα καλύψει ένα κενό στην αγορά, είτε στην υιοθέτηση μίας καινούργιας πρακτικής, που θα βελτιώσει την παραγωγική διαδικασία της επιχείρησής του.
4. Αίσθημα ανεξαρτησίας. Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί κανείς να δημιουργήσει τη δική του επιχείρηση έγκειται και στην επιθυμία του επίδοξου επιχειρηματία να εργασθεί σαν αφεντικό του εαυτού του, αναλαμβάνοντας εξ ολοκλήρου την ευθύνη για τις πράξεις του.
5. Τάση για ανάληψη κινδύνων. Κάθε καινούργια επιχείρηση εμπεριέχει το στοιχείο του κινδύνου για τον επιχειρηματία. Μπορεί να επιτύχει ή να αποτύχει.
Οι θεωρίες των γνωρισμάτων παρουσίασαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ωστόσο εγείρονται διάφορες κριτικές που εντοπίζουν κενά στις θεωρίες αυτές, με αποτέλεσμα από το 1980 και έπειτα, η μελέτη της επιχειρηματικής ψυχολογίας άρχισε να επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στις εξωτερικές συνθήκες που περιέβαλλαν τον επιχειρηματία, στα προσωπικά του βιώματα και την κοινωνική αλληλεπίδραση.

Πηγή: Πετράκης, Π.Ε. (2007). Η Επιχειρηματικότητα. Αθήνα: Π.Ε.Πετράκης.

Ερωτικά Φίλτρα: Πώς Ανακαλύπτουμε το Άλλο μας Μισό;

Τα ερωτικά φίλτρα βοηθούν τους ανθρώπους να εντοπίσουν τους «ακατάλληλους» και να ανακαλύψουν ανάμεσα στους υποψήφιους τον ένα και μοναδικό με τον οποίο μπορούν να «αφήσουν τον εαυτό τους» να ερωτευτεί, τον ένα με τον οποίο ο γάμος θα μοιάζει κάτι φυσικό. Για παράδειγμα μία συμβατική γυναίκα προσέχει έναν άνδρα σε μία ιδιαίτερα δραματική στιγμή, στη διάρκεια μίας ληστείας σε μία τράπεζα. Εκείνος είναι ψηλός και μελαχρινός σαν τον πατέρα της και μοιάζει να διαθέτει αυτοκυριαρχία. Αυτή είναι ξεκάθαρα συναισθηματική διέγερση εξαιτίας του κινδύνου. Θα ερωτευτεί τον άνδρα; Αυτό δεν είναι πιθανό, αν αυτός είναι ο ληστής. Τα ερωτικά της φίλτρα της λένε ότι δεν αποτελεί κατάλληλο υποψήφιο για έναν ευτυχισμένο γάμο.

Οι ψυχολόγοι έχουν επικεντρώσει μεγάλο μέρος της έρευνάς τους στα ερωτικά φίλτρα – ποιος ερωτεύεται ποιόν και ποιος παντρεύεται ποιόν. Ένα από τα φίλτρα που έχουν προσελκύσει το μεγαλύτερο ερευνητικό ενδιαφέρον είναι η ομοιότητα. Σε μία κλασική μελέτη μνηστευμένων ζευγαριών, διαπιστώθηκαν ομοιότητες στην καταγωγή, τη μόρφωση, το εισόδημα και την κοινωνική θέση των γονιών, στη θρησκεία, τον τύπο των οικογενειακών σχέσεων, την κοινωνικότητα, τη διάθεση ελεύθερου χρόνου, τις συνήθειες (Burgess & Wallin, 1953). Επίσης, άλλες μελέτες ανακάλυψαν ότι ομοιότητες σε πράγματα όπως ευφυΐα, σωματικά γνωρίσματα και θελκτικότητα, πνευματική υγεία, ψυχολογική ωριμότητα, αναπτυξιακή ανεπάρκεια κι ακόμη γενετική συγκρότηση αποτελούσαν μέρος της εικόνας. Το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας εστιάζεται εντούτοις στις ομοιότητες στη συμπεριφορά και την προσωπικότητα. Το συμπέρασμα: Στα ευτυχισμένα ζευγάρια οι σύντροφοι μοιάζουν περισσότερο μεταξύ τους από ότι στα δυστυχισμένα.

Ο Theodore Reik στο βιβλίο του The Need to Be Loved παρατήρησε ότι οι άνθρωποι ερωτεύονται για εγωιστικούς λόγους. Αισθάνονται ότι κάτι τους λείπει και αναζητούν τη χαμένη ποιότητα σε ένα σύντροφο (Reik, 1964). Για αυτό το λόγο ένας λογικός από τη φύση του άνδρας ελκύεται από μία υπερβολικά συναισθηματική γυναίκα. Κάθε ένας τους προσφέρει μέρος των ποιοτήτων που χρειάζονται για την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς τους και οι δύο ωφελούνται από το τμήμα που προσφέρει ο άλλος.

Ο Murstein (1976) αναφέρεται στη θεωρία της ανταλλαγής και υποστηρίζει ότι η έλξη εξαρτάται από την έντιμη ανταλλακτική αξία των προσωπικών αρετών και υποχρεώσεων που φέρει ο κάθε σύντροφος. Αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως έλλογα όντα που εξετάζουν προσεκτικά τους υποψήφιους εραστές τους και δημιουργούν σχέσεις που υπόσχονται ότι θα τους προσφέρουν τη μέγιστη δυνατή ικανοποίηση με το λιγότερο κόστος. Με άλλα λόγια, ο έρωτας συμβαίνει όταν αμφότεροι οι σύντροφοι αισθάνονται ότι πέτυχαν την καλύτερη δυνατή συμφωνία.

Για να πετύχει κανείς μία καλή συμφωνία, οι υποψήφιοι πρέπει να περάσουν από μία εξονυχιστική εξέταση. Το είδος της εξέτασης που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι όταν επιλέγουν ένα σύντροφο περιλαμβάνεται στη «θεωρία του φίλτρου», η οποία περιγράφει τη διαδικασία της επιλογής του συντρόφου από την πρώτη γνωριμία μέχρι το γάμο. Διαφορετικά φίλτρα λειτουργούν κατά τη διάρκεια της έλξης, της ερωτοτροπίας και του γάμου. Όταν οι άνθρωποι γνωρίζονται, η κοινωνική θέση και ο τόπος κατοικίας τους περιορίζουν το πεδίο των υποψηφίων. Μόνο αφού περάσουν αυτή την αρχική εξέταση μπορούν τα ζευγάρια να ανακαλύψουν τις κοινές αξίες και τα ενδιαφέροντά τους. H διαφωνία ως προς σημαντικές αξίες δεν βοηθάει την περαιτέρω ανάπτυξη της σχέσης. Μια βαθύτερη σχέση διευκολύνει την ανακάλυψη των συμπληρωματικών ψυχολογικών αναγκών. Οι περισσότεροι άνθρωποι χρειάζονται έναν ορισμένο βαθμό ασφάλειας σε μία σχέση προτού ρίξουν τις άμυνές τους και παραδεχτούν συναισθηματικές ανάγκες όπως είναι η μητρική ή πατρική μεταχείριση. Αυτό που θα χρειαστεί να επισημάνουμε τελικά είναι ότι όλα τα ερωτικά φίλτρα λειτουργούν σε διαφορετικό βαθμό για διαφορετικούς ανθρώπους και σε διαφορετικές φάσεις σε μία σχέση.
Πηγή: Pines, A.M. (2007). H Φθορά στην Ερωτική Σχέση: Αιτίες & Θεραπείες. Αθήνα: Περίπλους.

Οι Διαπροσωπικές Σχέσεις στο Σχολείο: O Πολλαπλός Ρόλος του Εκπαιδευτικού

Οι διαπροσωπικές σχέσεις αποτελούν το "κλειδί" για την προσωπική μας εξέλιξη και ταυτότητα, την παραγωγικότητα και την επαγγελματική επιτυχία, το νόημα και την ποιότητα της ζωής μας, τη σωματική και ψυχική μας υγεία, την επιτυχή αντιμετώπιση αγχογόνων καταστάσεων, την αυτοπραγμάτωση και τον ανθρωπισμό μας (Johnson & Johnson, 1991). Μέσα από τις θετικές διαπροσωπικές του σχέσεις ο άνθρωπος μπορεί να βοηθηθεί να ξεπεράσει τις ανασφάλειες και τα άγχη του, να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του, να αλλάξει τη συμπεριφορά του, να εξελιχθεί.


Πολλές έρευνες έχουν διαπιστώσει και καταδείξει τη σπουδαιότητα της διαπροσωπικής εμπλοκής δασκάλου-μαθητή, που οδηγεί στη δημιουργία ενός μαθησιακού περιβάλλοντος το οποίο διευκολύνει την ανάπτυξη της μάθησης, την ανάπτυξη κινήτρων και την αυτονομία ( Ryan, 1995; Ryan & Powelson, 1991; Ryan & Stiller, 1991). Οι καλές διαπροσωπικές σχέσεις στο σχολικό περιβάλλον, και ιδιαίτερα μεταξύ των εκπαιδευτικών και μαθητών, επηρεάζουν θετικά την όλη μαθησιακή και κοινωνική εξέλιξη των μαθητών (Aspy & Roebuck, 1977; Bernieri, 1991; Rogers & Freiberg, 1994), δεδομένου ότι ικανοποιούν τις βασικές τους ανάγκες (Edwards, 1997; Jones & Jonesm 1998) και ενισχύουν σε μεγάλο βαθμό την αυτοαντίληψη και την αυτοεκτίμησή τους (Burden, 1995; Edwards, 1997; Jones & Jones, 1998; Λοενταρή, 1997).

Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι το είδος, η ποιότητα της διαπροσωπικής επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης που αναπτύσσεται και χαρακτηρίζει τη σχέση δασκάλου-μαθητή. Έχει διαπιστωθεί ότι οι εκπαιδευτικοί οι οποίοι διακρίνονται από ειλικρινές ενδιαφέρον, φροντίδα, συναισθηματική κατανόηση και σεβασμό για τους μαθητές τους αναπτύσσουν καλύτερες διαπροσωπικές σχέσεις μαζί τους (π.χ. Joyce & Weil, 1986). Επειδή όμως υπάρχουν πολλοί εκπαιδευτικοί που δεν έχουν καλλιεργήσει αυτές τις δεξιότητες, και άρα δεν είναι ιδιαίτερα ικανοί να αναπτύξουν θετικές, εποικοδομητικές σχέσεις με τους μαθητές τους, θεωρείται απαραίτητο να ευαισθητοποιηθούν και να εκπαιδευτούν σε αυτές. Η ενσωμάτωση μίας ποικιλίας αντιδράσεων και δεξιοτήτων σε αυτές που ήδη κατέχουν, οι οποίες αποδεδειγμένα συμβάλλουν στη δημιουργία καλών διαπροσωπικών σχέσεων, αυξάνει την πιθανότητά τους να γίνουν αντιληπτοί ως πρόσωπα με κατανόηση και ειλικρινές ενδιαφέρον. Οι αποτελεσματικοί τρόποι αλληλεπίδρασης θα μετατρέψουν σε σχέση συνεργασίας με τους μαθητές την προηγούμενη σχέση αδιαφορίας ή αντιπαλότητας. Συγχρόνως, θα αποτελέσουν τη βάση μιας περισσότερο εποικοδομητικής αλληλεπίδρασης σε όλο το περιβάλλον του σχολείου, προάγοντας έτσι ένα θετικό σχολικό κλίμα.

Πηγή: Μαλικιώση-Λοϊζου, Μ. (2001). Η Συμβουλευτική Ψυχολογία στην Εκπαίδευση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.