Σύμφωνα
με ευρήματα σχετικών ερευνών, η σεξουαλική δραστηριότητα δεν σχετίζεται με τη
νοητική ικανότητα του ατόμου (Reid, 1995) και η
βιολογική ωρίμανση των δύο φύλων είναι όμοια με αυτή των ατόμων που δεν
παρουσιάζουν κάποιας μορφής νοητική ανεπάρκεια (Katoda,
1993). Επομένως, τα άτομα με νοητική υστέρηση έχουν τις ίδιες σεξουαλικές
ανάγκες με τα άτομα κανονικής νοημοσύνης (Leutar
& Mihokovic, 2007). Ωστόσο, συχνά αναφέρεται ότι ο
περίγυρος αντιμετωπίζει τα νοητικώς υστερούντα άτομα ως α-σεξουαλικά και ως άτομα τα οποία παραμένουν
παιδιά και χρήζουν προστασίας από την κοινωνία και το υποστηρικτικό προσωπικό (Murphy & Young, 2005. Woodard, 2004). Από την άλλη πλευρά, επικρατεί
και η αντίληψη ότι πρόκειται για άτομα υπερ-σεξουαλικά τα οποία ενδέχεται να
γίνουν επιθετικά λόγω των ανεξέλεγκτων σεξουαλικών τους ορμών (Murphy & Young, 2005).
Έχει
βρεθεί ότι η σεξουαλική ανάπτυξη των ατόμων με νοητική υστέρηση ποικίλει καθώς
ορισμένα εμφανίζουν κανονική ανάπτυξη ενώ άλλα παρουσιάζουν υστέρηση ή ελλιπή
ανάπτυξη των δευτερευόντων σεξουαλικών χαρακτηριστικών τους (Monat, 1982. Murphy και συνεργάτες,
1983). Συγκεκριμένα, ο Monat (1982)
κατέγραψε τα σεξουαλικά χαρακτηριστικά των ατόμων με ήπια, μέτρια, σοβαρή και
βαριά νοητική υστέρηση. Έτσι, τα άτομα με ήπια νοητική υστέρηση τείνουν να
έχουν παρόμοια σεξουαλική συμπεριφορά με όσα έχουν κανονική ανάπτυξη και
δυνατότητα να διερευνούν και να ελέγχουν τις σεξουαλικές τους παρορμήσεις. Από
την άλλη, στη μέτρια νοητική υστέρηση, τα δευτερεύοντα σεξουαλικά χαρακτηριστικά
των ατόμων σε κάποιες περιπτώσεις αναπτύσσονται με καθυστέρηση ενώ στη σοβαρή
νοητική υστέρηση παρουσιάζουν μειωμένο έλεγχο των σεξουαλικών παρορμήσεων και
ελλιπή ανάπτυξη ψυχοσεξουαλικής συμπεριφοράς. Τέλος, στα άτομα με σοβαρή
νοητική υστέρηση παρατηρείται δυσκολία κατανόησης των κοινωνικών κανόνων ενώ
στην περίπτωση της βαριάς υστέρησης, η σεξουαλική συμπεριφορά περιορίζεται
αμιγώς σχεδόν σε ένα πρωτόγονο επίπεδο.
Κατά
την εφηβική ηλικία, η σεξουαλική ανάπτυξη των ατόμων με υστέρηση συνήθως ξεκινά
αργότερα από τα υπόλοιπα άτομα. Η μέση ηλικία έναρξης της εμμηνόρροιας των
κοριτσιών με υστέρηση είναι περίπου στα 14 έτη και του αυνανισμού των αγοριών
στα 15 έτη. Η εκδήλωση των σεξουαλικών χαρακτηριστικών όπως της ηβικής
τριχοφυΐας, της ανάπτυξης των γεννητικών οργάνων και του στήθους δεν απέχουν
σημαντικά από αυτά των ατόμων με κανονική νοητική ανάπτυξη (Gawlik και συνεργάτες, 1995). Ειδικότερα δε, ο αυνανισμός
συχνά οδηγεί σε δύσκολη θέση τους εκπαιδευτικούς, την οικογένεια και τους
θεραπευτές των ατόμων με νοητική υστέρηση. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να γίνεται
αντιληπτός ως μία «τυπική» σεξουαλική συμπεριφορά οποιουδήποτε ατόμου,
ανεξαρτήτως ηλικίας ή επιπέδου λειτουργικότητάς του (Σιαπέρας & Σούλης,
2011).
Σύμφωνα
με τους Walter (1996) και Schröder (1996), το ενδιαφέρον των ατόμων με ειδικές ανάγκες
δεν σχετίζεται πρωτίστως με τη γενετήσια σεξουαλικότητα αλλά με την ικανοποίηση
των συναισθηματικών τους αναγκών. Συγκεκριμένα, τα άτομα με ειδικές ανάγκες
αναζητούν κατά βάση συντροφικότητα και συνύπαρξη και εμφανίζουν αυξημένη
ευαλωτότητα του σεξουαλικού αυτοσυναισθήματος (Mayers
και συνεργάτες, 2003). Ένα ακόμη βασικό χαρακτηριστικό της σεξουαλικής
συμπεριφοράς των ατόμων με νοητική υστέρηση είναι η έλλειψη αυτορύθμισης (Page, 1991) λόγω της οποίας δυσκολεύονται να εκφράσουν
τη σεξουαλική τους επιθυμία με οργανωμένο τρόπο (Kempton
& Rose, 1976). Επίσης, πολύ συχνά παρουσιάζουν αυτοερωτική
σεξουαλική συμπεριφορά, συνήθως υπό το φόβο και την καταπίεση του
περιβάλλοντος.
Ενδιαφέρον
παρουσιάζει η μελέτη που διεξήχθη στη Σουηδία (Löfgren-Mårtenson, 2004) με στόχο τη διερεύνηση των
ευκαιριών και των εμποδίων που διαθέτουν οι νέοι με νοητική υστέρηση στη σύναψη
σχέσεων και τη σεξουαλική τους έκφραση. Τα ερωτήματα στα οποία προσπάθησε να
δώσει απαντήσεις η εν λόγω έρευνα ήταν τα εξής: α) πώς οι νέοι με νοητική
υστέρηση αλληλεπιδρούν με τους άλλους σεξουαλικά/ερωτικά; β) πόσο τους επηρεάζουν οι γονείς και οι φροντιστές τους
στην έκφραση της σεξουαλικότητάς τους; και γ) πώς περιγράφεται η σεξουαλική
τους έκφραση και κατά πόσο επηρεάζεται από τις κοινωνικές νόρμες και αξίες; Η
έρευνα βασίστηκε στην παρατήρηση των νέων με νοητική υστέρηση σε χορευτικές
συγκεντρώσεις καθώς και από συνεντεύξεις νέων, φροντιστών και γονιών.
Αν
και ορισμένοι νέοι με νοητική υστέρηση δεν σχετίζονται καθόλου με άλλους,
ωστόσο οι περισσότεροι εκδηλώνουν την ανάγκη τους για σεξουαλική έκφραση. Τα
ευρήματα αποκάλυψαν ότι για τη σύναψη μίας πιο στενής σχέσης, σημαντικό ρόλο
διαδραματίζει η εγγύτητα του επιπέδου νοητικής υστέρησης μεταξύ των συντρόφων.
Πολλοί από τους νέους που παρευρίσκονται στις κοινωνικές συγκεντρώσεις
στοχεύουν στη γνωριμία και τη δημιουργία σχέσεων με άλλους. Έχει παρατηρηθεί
ότι η πιθανότητα να αποκτήσουν σύντροφο
αυξάνεται αν εκφράζονται και οι δύο πλευρές με τη γλώσσα του σώματος και με
κοινές μορφές επικοινωνίας.
Στις
περισσότερες σύγχρονες κοινωνίες, η πλειοψηφία των ατόμων προχωρούν σε γάμο
τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους. Δεν φαίνεται να συμβαίνει το ίδιο όμως στην
περίπτωση των νοητικά υστερούντων ατόμων λόγω των νομικών ή κοινωνικών
περιορισμών που αντιμετωπίζουν. Η επιτυχία ή αποτυχία ενός γάμου μεταξύ νοητικά
υστερούντων ατόμων εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες όπως οι συναισθηματικές
δυσκολίες, η διαταραγμένη παιδική ηλικία, η ύπαρξη νοητικής υστέρησης και στους
δύο συντρόφους, το χρονικό διάστημα ιδρυματισμού τους κ.ά. (Hall, 1974). Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η υποστήριξη των
ζευγαριών αυτών από το περιβάλλον τους κατά τον έγγαμο βίο τους αποδείχθηκε
ιδιαίτερα σημαντική για την επιτυχή
έκβαση της συμβίωσής τους (Craft & Craft, 1980). Αναφορικώς με την αναπαραγωγή και τη
δημιουργία οικογένειας, κυριαρχεί η αντίληψη ότι τα άτομα με νοητική υστέρηση
θα μπορούσαν ενδεχομένως να “μεταδώσουν” την ασθένειά τους στους απογόνους τους
με άμεσο αποτέλεσμα το οικείο περιβάλλον τους συχνά να τους αποτρέπει. Ωστόσο,
το ζήτημα της ικανότητας ή μη των ατόμων αυτών να δημιουργήσουν “κανονικές”
οικογένειες είναι ιδιαιτέρως σύνθετο και χρήζει συστηματικής διερεύνησης.
Εκ
των πραγμάτων και εξ ανάγκης, οι γονείς καθίστανται οι βασικοί παιδαγωγοί των
παιδιών σε θέματα σεξουαλικότητας ωστόσο πολλοί από αυτούς διστάζουν να τους
μιλήσουν ανοιχτά για ζητήματα που αφορούν τη σεξουαλική συμπεριφορά. Κατά το
πλείστον αισθάνονται ενοχές και ανησυχούν για τις συνέπειες των απαντήσεων που
δίνουν στα παιδιά τους. Ο φόβος των γονιών συνήθως πηγάζει από τις εξής
σκέψεις: α) μιλώντας για το σεξ θα ενθαρρύνουν τον πειραματισμό των παιδιών
τους, β) δεν γνωρίζουν με ποιο τρόπο να διαχειριστούν τα ερωτήματα των παιδιών
τους σχετικά με το σεξ και γ) τα παιδιά τους γνωρίζουν ήδη πολλά για το θέμα ή
αντίθετα έχουν ελάχιστη πληροφόρηση. Συνηθέστερα, δεν γνωρίζουν πότε και με
ποιο τρόπο να ξεκινήσουν τέτοιου είδους συζητήσεις και ακόμα και εκείνοι οι
γονείς που συζητούν με τα παιδιά τους για τη σεξουαλικότητα δεν αφιερώνουν τον
χρόνο που απαιτείται για τέτοιου είδους ευαίσθητα θέματα (Kreinin, 2001).
Η
σεξουαλική αγωγή είναι απαραίτητο να ξεκινάει από την οικογένεια και να
συνεχίζεται στο σχολείο με τη μορφή ενός επίσημου προγράμματος, με την
υποστήριξη των επαγγελματιών υγείας (Davis, 2002. Servais, 2006.). Η σεξουαλική αγωγή επιτρέπει
στα παιδιά με ειδικές ανάγκες να απολαύσουν την προσωπική σεξουαλική τους
ολοκλήρωση και να προστατεύσουν τον εαυτό τους από την κακοποίηση, από πιθανή
εγκυμοσύνη και τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Επιπλέον, είναι ιδιαίτερα
σημαντικό ότι αποκτούν τη βάση για μία πιο υγιή, ασφαλή και κοινωνικά αποδεκτή
ενήλικη ζωή (McCabe, 1999. Swango-Wilson, 2008. Woodard, 2004). Την
ανάγκη για σεξουαλική αγωγή επιτείνει το
γεγονός ότι σε κάθε περίπτωση οι έφηβοι με ειδικές ανάγκες εκδηλώνουν
σεξουαλικές επιθυμίες ακόμα και αν κανένας δεν τους έχει μιλήσει για αυτές.
Το
σχολείο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο για τη σεξουαλική αγωγή των παιδιών και
των νέων με νοητική υστέρηση και ως βασικός φορέας κοινωνικοποίησης καλείται να
ενισχύσει την κοινωνικο-σεξουαλική τους ωριμότητα. Ακόμη, μπορεί να συμβάλει
στον αποστιγματισμό τους και την κατοχύρωση του δικαιώματός τους να διαθέτουν
κανονική σεξουαλική ζωή ως ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Ένα εκπαιδευτικό
πρόγραμμα για εφήβους με ειδικές ανάγκες θα πρέπει να καλύπτει θέματα όπως τα
μέρη του σώματος αλλά και οι σωματικές και φυσιολογικές αλλαγές (Woodard, 2004). Οι μαθητές με νοητική υστέρηση
χρειάζονται πληροφόρηση σχετικά με τα γεννητικά όργανα των δύο φύλων, την
ανατομία και τη φυσιολογία του συστήματος αναπαραγωγής κλπ.
Τέλος,
σημαντική συνεισφορά στη σεξουαλική αγωγή των νοητικά υστερούντων ατόμων θα
μπορούσαν να έχουν και οι σύμβουλοι ψυχικής υγείας. Δεδομένου ότι οι κοινωνικές
στάσεις έναντι των ζητημάτων αυτών συνεχώς διαφοροποιούνται και παρατηρείται
ολοένα και μεγαλύτερη αποδοχή της σεξουαλικότητας των ατόμων με νοητική
υστέρηση, οι σύμβουλοι καλούνται να τα βοηθήσουν στην κατανόηση της
κοινωνικο-σεξουαλικής τους ανάπτυξης και συμπεριφοράς. Οι Kempton & Caparulo
(1983) σημειώνουν ωστόσο αναφέρουν ότι οι τεχνικές που χρησιμοποιούν οι
σύμβουλοι στο γενικό πληθυσμό δεν μπορούν να εφαρμοστούν όταν πρόκειται για
νοητικώς υστερούντα άτομα. Εξαιτίας του γεγονότος ότι τα άτομα αυτά στερούνται
αφαιρετικής σκέψης, η πληροφορία θα πρέπει να είναι συγκεκριμένη, οπτική και
προσδιορισμένη με απλούς όρους και συχνές επαναλήψεις. Για το λόγο αυτό θα
πρέπει να προτιμώνται τα παιχνίδια ρόλων, οι δοκιμές και άλλες βιωματικές
μέθοδοι διδασκαλίας. Ακόμη, λόγω της περιορισμένης πληροφόρησής τους, οι
σύμβουλοι θα χρειαστεί να ξεκινήσουν από μία βασική ενημέρωση για θέματα
σεξουαλικότητας, σεξουαλικής συμπεριφοράς και αντισύλληψης.
Απόσπασμα από το άρθρο Ψυχοσεξουαλική ανάπτυξη και συμπεριφορά ατόμωνμε νοητική υστέρηση- Η αναγκαιότητα για ενημέρωση και σεξουαλική αγωγή το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΣΚΕΨΥ. Το πλήρες άρθρο είναι διαθέσιμο εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου