Επάγγελμα Φοιτητής: Προκλήσεις και προσκλήσεις μιας νέας ζωής




Τα αποτελέσματα βγήκαν και η είσοδος στο Πανεπιστήμιο είναι γεγονός.  Τι καινούργιο έχουν να αντιμετωπίσουν οι πρωτοετείς φοιτητές και πώς μπορούν να διευκολύνουν την προσαρμογή τους στη νέα πραγματικότητα;
Η προσαρμογή στο Πανεπιστήμιο είναι μία πολυσύνθετη διαδικασία και καθορίζεται από ατομικούς παράγοντες αλλά και από παράγοντες που σχετίζονται με τη νέα κατάσταση. Στους ατομικούς παράγοντες μπορούν να περιληφθούν η ιδιοσυγκρασία του φοιτητή, οι προηγούμενες εμπειρίες προσαρμογής σε νέες καταστάσεις, οι προσδοκίες και απαιτήσεις της σχολής ή της πόλης που σπουδάζει και η προσωπική  επιλογή και ευαρέσκεια του αντικειμένου  σπουδών του ίδιου.   
Στους παράγοντες που αφορούν τη νέα κατάσταση που αντιμετωπίζει ο φοιτητής ανήκουν:
§  Η γνωριμία με άλλους φοιτητές και η δημιουργία σχέσεων
To ξεκίνημα στο Πανεπιστήμιο προσφέρει ένα καινούργιο κοινωνικό πλαίσιο. Ο φοιτητής θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει ένα ευρύτερο φάσμα απόψεων, συναισθηματικών και κοινωνικών καταστάσεων και να δοκιμάσει ένα νέο τρόπο ζωής. Πιο συγκεκριμένα, δημιουργεί νέες φιλίες, κατανοεί καλύτερα αυτές που ήδη έχει και του δίνεται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ πολλών διαφορετικών ανθρώπων, αυτών με τους οποίους ταιριάζει περισσότερο. Άτομα με διαφορετικές εμπειρίες και βιώματα, από διαφορετικά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα και κουλτούρες συγχρωτίζονται και έχουν να προσφέρουν πολλά ο ένας στον άλλο. Οι φιλίες προσφέρουν στο νέο φοιτητή υποστήριξη, σιγουριά κι ευχαρίστηση και τον βοηθούν να γνωρίσει καλύτερα κάποιες πτυχές του εαυτού του.
§  Η απομάκρυνση από το σπίτι για πρώτη φορά
Κάποιοι φοιτητές παραμένουν στην πόλη τους, ενώ άλλοι μετακομίζουν σε άλλες πόλεις.  Ενώ μέχρι αυτή τη φάση η οικογένεια του νέου φοιτητή βρισκόταν κοντά του και είχε τον κύριο υποστηρικτικό ρόλο, τώρα καλείται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα ενός νέου πλαισίου, με νέους όρους παιχνιδιού. Η αίσθηση ότι κανείς πρέπει να αρχίσει από το μηδέν μπορεί να προκαλέσει σε κάποιους αρκετό άγχος για το αν θα τα καταφέρουν μόνοι τους. Είναι σημαντικό να γίνεται προσπάθεια για αυτονομία από τους γονείς ώστε ο φοιτητής να αποκτήσει σταδιακά προσωπική αίσθηση αυτό-αποτελεσματικότητας και ελέγχου της ζωής του. Συχνά οι γονείς εξακολουθούν να βλέπουν το φοιτητή σαν μικρό παιδί. Έτσι προκαλείται συναισθηματική ένταση και η τάση για αυτονόμηση γίνεται πιο έντονη. Κατά της προσπάθεια για αυτονόμηση,  άλλοι φοιτητές επιλέγουν να «ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους» και να αφήσουν τους γονείς τους έξω από τις λεπτομέρειες της νέας τους ζωής, άλλοι κρατούν τα κανάλια της επικοινωνίας ανοιχτά και κουβεντιάζουν με τους γονείς τους όχι μόνο για τα μικροπράγματα της καθημερινότητάς τους αλλά και για το πώς αισθάνονται και το πώς προσαρμόζονται σταδιακά στη νέα τους πραγματικότητα!
§  Ισορροπία ανάμεσα στις υποχρεώσεις του Πανεπιστημίου και τις απαιτήσεις της καθημερινότητας
Μέχρι τώρα η καθημερινότητα των περισσότερων ήταν «πρωινό ξύπνημα, σχολείο, φαγητό, φροντιστήρια, ύπνος» και συχνά δεν έμενε χρόνος για περαιτέρω δραστηριότητες. Τώρα εκτός από το ακαδημαϊκό κομμάτι, οι φοιτητές καλούνται να αναλάβουν ευθύνες και αποφάσεις όχι μόνο σοβαρών αλλά και καθημερινών μικροπραγμάτων που δεν είχαν αντιμετωπίσει προηγουμένως (π.χ. προετοιμασία φαγητού, πλύσιμο ρούχων κλπ.). Για την επίτευξη αυτής της ισορροπίας απαιτείται αξιοποίηση και καλή διαχείριση των χρημάτων και του χρόνου των φοιτητών.  
§  Αλλαγή στον τρόπο μελέτης 
      Ο τρόπος μελέτης θα πρέπει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα τα οποία περιλαμβάνουν τα υποχρεωτικά μαθήματα (βάθος και πλάτος εννοιών και δεδομένων, απαιτώντας ενεργή συμμετοχή στην προσέγγιση και κατανόησή τους) αλλά και τη δυνατότητα επιλογής μαθημάτων (ευκαιρίες εξερεύνησης γνώσεων).
Η νέα αυτή πραγματικότητα είναι αναμενόμενο να προκαλεί άγχος στους νέους ωστόσο χρειάζεται χρόνος και υπομονή αλλά και αξιοποίηση των ευκαιριών και των ερεθισμάτων που δίνονται. Παρά τις όποιες δυσκολίες ενδέχεται να αντιμετωπίσει ο πρωτοετής φοιτητής, η είσοδος στο Πανεπιστήμιο του δίνει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει έναν άλλο τρόπο ζωής, να γνωρίσει καινούργια πράγματα, να αποκτήσει ταυτότητα, λόγο και δύναμη.  

"Γιατί δεν έχω κανέναν δίπλα μου;"

Η ψυχολογική βάση των ειδών δέσμευσης
Η μοναξιά δεν είναι μια κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος δεν έχει άλλους γύρω του. Είναι μια εσωτερική αποσύνδεση από τον εαυτό του που τον οδηγεί στην αποσύνδεση από τους άλλους. Μπορούμε να νιώθουμε μόνοι είτε όταν υπάρχουν είτε όταν δεν υπάρχουν άνθρωποι κοντά μας.
Βρέθηκα κάποτε σ’ ένα αρχοντικό πάρτι σ’ ένα πλουσιόσπιτο στο Χάμπτονς του Λονγκ Άιλαντ. Ήμουν ένας από τους εκατοντάδες που είχαν πάει εκεί για να κάνουν επαγγελματικές γνωριμίες. Μέσα σε μισή ώρα μ’ έπιασε μανία να φύγω. Όταν αργότερα το σκέφτηκα, κατάλαβα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να επικοινωνήσω στ’ αλήθεια με τον τρόπο που γίνονταν οι γνωριμίες και οι συζητήσεις εκεί μέσα. Ένιωθα αποσυνδεδεμένος από τον εαυτό μου και απίστευτα μόνος. Φύγαμε άρον-άρον και πήγαμε στο ξενοδοχείο με τον φίλο μου, αναστενάζοντας και οι δυο από ανακούφιση και απογοήτευση. Περιμέναμε πώς και τι αυτό το πάρτι για τις γνωριμίες, όμως το μόνο που νιώσαμε ήταν εξάντληση, άδειασμα και μοναξιά. Όλοι όσοι συνάντησα εκεί έδειχναν αγχωμένοι να γνωρίσουν τον κατάλληλο άνθρωπο για τους στόχους τους. Εγώ βυθίστηκα σε έναν κυκεώνα άγχους που το μυαλό μου αντιλήφθηκε αμέσως και το ξανακαθρέφτισε στο περιβάλλον, οπότε αυξήθηκε ραγδαία. Ο σχηματισμός σχέσεων με νόημα σε μια θάλασσα άγχους και φόβου μοιάζει σαν να προσπαθείς να δεις την αντανάκλαση σου σ’ έναν καταρράκτη: είναι, απλώς, αδύνατον.
Οι συμπεριφορές δέσμευσης έχουν μελετηθεί από ψυχολόγους και επιστήμονες του εγκεφάλου. Αν και κάθε άτομο και κάθε κατάσταση είναι μοναδικά, υπάρχουν τρεις βασικοί τύποι: ο ασφαλής, ο αγχώδης και ο αποφευκτικός. Συχνά θα έχετε αναρωτηθεί: Γιατί διαφορετικοί άνθρωποι φτιάχνουν διαφορετικές σχέσεις; Γιατί κάποιοι συνδέονται και κάποιοι όχι; Γιατί κάποιοι παντρεύονται νέοι και άλλοι μένουν για πάντα ανύπαντροι; Γιατί κάποιοι τα πάνε τόσο καλά με τους άλλους, ενώ κάποιοι αποξενώνονται μονίμως;
Μέσα στον καθένα μας δουλεύουν διάφορες δυνάμεις που καθορίζουν τη σύνδεσή μας με τους άλλους και με την κοινωνία. Βασιζόμενοι σε επιρροές από τις σχέσεις που βιώσαμε στην παιδική και εφηβική μας ηλικία και στην πρώιμη ωριμότητά μας, σχηματοποιούμε απόψεις για το πως σχετιζόμαστε με τους άλλους, για το αν και πώς τους προσεγγίζουμε, αν αποφεύγουμε τη δέσμευση ή αν παραλύουμε. Εξελίσσουμε ο καθένας μας διαφορετικά είδη σχέσεων λόγω γονιδίων, ρυθμίσεων και εμπειριών. Οι συμπεριφορές μας βασίζονται σε κρυμμένα μονοπάτια που στην πλειονότητά τους παγιώνονται από πολύ νωρίς στο μυαλά και στην ψυχή μας.
Όμως, πριν προχωρήσουμε στις διαφορετικές συμπεριφορές, ας δούμε κάθε ένα από τα τρία είδη δέσμευσης πιο αναλυτικά. Τονίζω ότι σπάνια ένα άτομο εμφανίζει μόνο το ένα είδος. Τυπικά, όλοι μας κατέχουμε και τους τρεις τύπους ως ένα βαθμό και θα τους συζητήσουμε ώστε να καταλάβουμε πώς ο φόβος παρεμβαίνει σε κάθε δέσμευση, πώς ανταποκρίνεται ο εγκέφαλός μας και τι μπορούμε να κάνουμε.
Η ασφαλής δέσμευση
Η ασφαλής δέσμευση αναφέρεται στην ικανότητά μας, αφενός, να κάνουμε σχέσεις και, αφετέρου, να τις διατηρούμε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Παραδόξως, για να δημιουργήσουμε τέτοια δέσμευση πρέπει να αφήσουμε στην άκρη πολλές μαθημένες, συνειδητές συμπεριφορές ώστε να επιτρέψουμε στη σχέση να αναπτυχθεί απλώς και μόνο επειδή το πιστεύουμε. Η αυτονομία, η ανεξαρτησία και η αυτοπεποίθηση δημιουργούν μια ασφαλή βάση σ’ αυτές τις σχέσεις, αφού, ακόμα κι αν υπάρχουν φόβοι, δεν κυριαρχούν: τους ελέγχουμε. Έτσι, ακόμα κι ένας σοβαρός καβγάς δεν καταλήγει σε εβδομάδες απομάκρυνσης και σε φόβο χωρισμού, ούτε οι σύντροφοι ταράζονται επειδή ο ένας από τους δύο πάει διακοπές με φίλους.
Στην ασφαλή δέσμευση δεν υπάρχει ο διαρκής φόβος της εγκατάλειψης. Το άτομο θεωρεί τον εαυτό του «αρκετό» για να κρατήσει το ενδιαφέρον του άλλου. Κι αυτό δεν είναι μια στιγμιαία σκέψη ή πεποίθηση αλλά ένας βαθιά ριζωμένος τρόπος επαφής με τους άλλους. Εν μέρει πίσω από αυτό κρύβεται η ιδέα ότι η ζωή δεν αλλάζει, ότι το άτομο βρίσκεται στα καλύτερά του. Έτσι, ο εγκέφαλος σταματά να σχηματίζει νέες συνάψεις (οι συνάψεις είναι δομές μέσω των οποίων ένα χημικό ή ηλεκτρικό σήμα περνά από τον ένα νευρώνα του εγκεφάλου στον άλλο) και η προσωπική μας ανάπτυξη σταματά. Στην πραγματικότητα βέβαια αυτό δεν συμβαίνει ποτέ, άρα γιατί το νομίζουμε; Αν δεχτούμε το ρητό ότι φερόμαστε στους άλλους όπως θέλουμε να φέρονται εκείνοι σ’ εμάς, το επόμενο λογικό συμπέρασμα είναι πως, αν εμείς αλλάξουμε, φοβόμαστε ότι θα αλλάξουν και οι άλλοι. Έτσι η ασφαλής δέσμευση, βασισμένη σε μια συμβατότητα που ίσως να μην υπάρχει και στο μέλλον, κινδυνεύει να ζημιωθεί. Ωστόσο, ασφαλής δέσμευση δεν υπάρχει αν σκεφτόμαστε έτσι. Η απλή αλήθεια κάθε σχέσης είναι ότι μερικές φορές μπορούμε να βασιστούμε στους άλλους και μερικές φορές δεν μπορούμε. Ακόμα και οι αγαπημένοι μας μπορεί να μας απογοητεύσουν.
Για τα παιδιά ασφαλής σχέση σημαίνει ότι η εμπειρία της σύνδεσης με τον άλλον εσωτερικεύεται και το παιδί μπορεί ν’ ανοίξει τα φτερά του χωρίς να νιώθει ότι απειλείται από μιαν αίσθηση απώλειας. Τα είδη δέσμευσης παγιώνονται μέσα μας από τα τρία έως τα πέντε μας χρόνια. Αν το παιδί χάσει έναν γονέα ή αν ο ένας γονέας είναι απών για μεγάλο χρονικό διάστημα, η αίσθηση ασφαλούς δέσμευσης μειώνεται.
Η ασφαλής δέσμευση παρέχει επίσης τη δυνατότητα να ζήσουμε αυτό που όλοι ποθούμε: μια ζωή ξεκλείδωτη.Προσοχή όμως: δεν πρέπει να τη μπερδέψουμε με τους κραυγαλέους τύπους σχέσης όπου ο ένας κολλάει πάνω στον άλλον και όπου και οι δύο παίρνουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, απόφαση να μην είναι ελεύθεροι και παρέχουν παρηγοριά στον σύντροφό τους λόγω φόβου. Αυτή η συμπεριφορά εμφανίζεται συχνά στην αρχή μιας σχέσης, όμως σπανιότατα αποτελεί εχέγγυο για διάρκεια. Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε ασφαλή δέσμευση, όχι μόνο είναι απλούστερη η σχέση αλλά και η απώλειά της – σε αντίθεση με την αγχώδη που, όταν διαλύεται, προξενεί συνήθως μακροχρόνιο θρήνο.
Η ασφαλής δέσμευση εμπεριέχει την επίγνωση ότι θα έρθουν διάφορες συγκρούσεις και ότι χρειάζεται αποφασιστικότητα και αφοσίωση για να διατηρηθεί ένας δεσμός επί χρόνια. Συνήθως αυτός ο τύπος δέσμευσης χαρακτηρίζεται από την ικανότητα των συντρόφων να βάζουν τα αρνητικά στην άκρη, εστιάζοντας στα θετικά. Επίσης, σ’ αυτή τη σχέση το άτομο δεν τρομάζει από το θυμό του άλλου («Κι εσύ φοβάσαι όπως κι εγώ») και εξερευνά την οικειότητα και τα συναισθηματικά βάθη της σχέσης χωρίς προκαταλήψεις και κριτικό μάτι. Γνωρίζει εκ των προτέρων ότι οι μακροπρόθεσμες σχέσεις δεν είναι πάντα ονειρικές.
Η ασφαλής δέσμευση έρχεται όταν την περιμένουμε. Αν και οι δύο σύντροφοι το γνωρίζουν αυτό, μαθαίνουν συνεχώς κάτι καινούργιο, και σκέψεις όπως: «Ο θυμός του δε σημαίνει ότι με παρατάει», ή «Αυτή τη στιγμή δεν την αντέχω, αλλά θα περάσει το κακό, υπομονή», δε βαραίνουν ιδιαίτερα.
Αγχώδης δέσμευση
Στους περισσότερους κάτι θυμίζει αυτός ο τύπος σχέσης. Όταν δημιουργούμε αγχώδη δέσμευση, μας κυνηγά ο φόβος της απόρριψης και της εγκατάλειψης. Κάθε σχέση, κάθε απόπειρα για σχέση, συνοδεύεται από τον εσώτερο φόβο ότι θα μας απορρίψουν ή θα μας εγκαταλείψουν. Ακόμα κι αν υπάρχει ένα επίπεδο θετικής σκέψης και καμία συνειδητή αντίληψη αυτών των προβλέψεων, οι παρελθούσες εμπειρίες έχουν σχηματίσει μονοπάτια στον εγκέφαλο που ξυπνούν σε κάθε νέα απόπειρα και ενεργοποιούν παλιούς φόβους. Τα μονοπάτια αυτά είναι βαθιά και ασυνείδητα, σε άμεση επαφή με τα κυκλώματα φόβου στον εγκέφαλο.
Συχνά οι καβγάδες προέρχονται από την αγχώδη δέσμευση του ζευγαριού. Έχετε προσέξει ότι ξεκινάτε καβγά επειδή ο αγαπημένος σας φεύγει ταξίδι, ή όταν είναι απασχολημένος με τη δουλειά του και δεν σας δείχνει ενδιαφέρον; Έχετε προσέξει ότι τα ζευγάρια μαλώνουν περισσότερο όταν γερνούν; Σε κάθε μια από αυτές τις περιστάσεις, υπάρχει φόβος ή άγχος ότι ο άλλος μάς εγκαταλείπει, οπότε το αγχώδες άτομο απορυθμίζεται και απορυθμίζει τον σύντροφό του με το διανοητικό καθρέφτισμα. Μοιάζει με την αντίδραση μπροστά στο θάνατο: όποτε ο αγαπημένος φεύγει, ζούμε έναν μικρό θάνατο. Αν δεν έχουμε σταθερές βάσεις μέσα μας, η αναχώρηση του άλλου προξενεί κατάρρευση και πανικό. Ο φόβος αποσυντονίζει την ικανότητά μας για σταθερή και ουσιαστική σχέση, εν μέρει επειδή μπερδεύει και την εικόνα που έχουμε για εμάς.
Η αγχώδης δέσμευση εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους: καβγαδίζουμε επειδή το αγαπημένο πρόσωπο πάει ταξίδι, ή επειδή η γραμματέας του συντρόφου μας είναι όμορφη, ή όταν επανεμφανίζεται ένας πρώην εραστής. Σε κάθε περίσταση απειλείται η ασφάλειά μας και γεμίζουμε άγχος. Το πιο μεγάλο πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι σπανίως γνωρίζουμε ότι δημιουργούμε αγχώδεις σχέσεις. Έχω ακούσει τις πιο απίθανες δικαιολογίες χωρισμού εξαιτίας του άγχους. Όταν είναι συνειδητό, τα άτομα βρίσκονται συνεχώς στην «τσίτα», περιμένοντας την προβλεπόμενη απώλεια. Και πάλι, ακριβώς αυτό που φοβάται κανείς γίνεται πραγματικότητα επειδή καταλαμβάνει το επίκεντρο της σχέσης. «Δε θέλω να χωρίσω όπως οι γονείς μου», λέει κάποιος και φυσικά χωρίζει επειδή ακριβώς το άγχος τού απαγορεύει τη φύση της σχέσης του.
Δεν υπάρχει σχέση που να είναι εντελώς χάλια. Όμως ακούω καμπανάκια κινδύνου σε κάποιες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, αν το ζευγάρι έχει πολύ μεγάλη διαφορά ηλικίας, γεννιέται άγχος αλλά και απορίες. Μήπως ο μεγαλύτερος σύντροφος έχει άγχος για τα γηρατειά και το θάνατο και προσπαθεί να το ξεπεράσει κάνοντας δεσμό με κάποια πολύ μικρότερή του; Μήπως η νέα κοπέλα φοβάται ότι χάνει τους γονείς της και γι’ αυτό συνδέεται με έναν συνομήλικό τους; Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν διαφορές ηλικίας. Απλώς σημαίνει ότι, αν κατανοήσουμε το άγχος, βοηθάμε τη σχέση να πάψει να προβάλλει το παρελθόν σαν καθρέφτη και να έρθει στο εδώ και τώρα. Έτσι, αντί να κοιτά ο νεώτερος τον μεγαλύτερο σαν γονέα, θα καταφέρει να τον δει σαν εραστή και να μην κάνει μεταβίβαση. (Μεταβίβαση σημαίνει ότι σχετίζεσαι με κάποιον επειδή σου θυμίζει ασυνείδητα ένα πρόσωπο του παρελθόντος, ή φέρεσαι με κάποιον τρόπο σε έναν άνθρωπο ενώ στην πραγματικότητα συνεχίζεις μια ατέλειωτη συζήτηση με πρόσωπα από το παρελθόν σου).
Μια άλλη κατάσταση που έχω συναντήσει συχνά στη δουλειά μου είναι παντρεμένοι με εξωσυζυγικές σχέσεις. Το κάνουν επειδή φοβούνται ότι θα χάσουν τον έλεγχο αν αφοσιωθούν ολοκληρωτικά στο γάμο τους; Αγχώνονται ότι ο σύζυγος θα τους εγκαταλείψει κι έτσι εγκαταλείπουν πρώτοι; Πώς διαχέεται το άγχος στην υπόλοιπη ζωή τους; Μπορούν αν αφοσιωθούν στη δουλειά τους ή μήπως βυθίζονται απόλυτα, πάλι από το φόβο ότι θα χάσουν τον έλεγχο; Ωστόσο, μη βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα πριν καταλάβουμε τις αιτίες αυτών των συμπεριφορών. Οι απόψεις μας περί σωστού και λάθους βασίζονται κυρίως σε όσα νομίζουμε ότι θα μας πληγώσουν. Αν φοβόμαστε ότι θα χάσουμε κάποιον, είναι λογικό να θέλουμε να διώξουμε αυτό το άγχος. Για κάποιους λόγους η λύση είναι να παρατήσουν τον άνθρωπο που φοβούνται ότι θα τους εγκαταλείψει. Για άλλους η λύση είναι να καταλάβουν πώς μπορεί οι ίδιοι να προξενούν την απώλεια και να δράσουν πριν συμβεί, ή να κατανοήσουν πως οι φοβίες τους θα συνεχίσουν να δημιουργούν παρεμφερείς σχέσεις και στο μέλλον, εκτός κι αν τολμήσουν να τις δουν κατάματα.
Οι αγχώδεις σχέσεις είναι εξαιρετικά ασταθείς. Συνήθως ο ένας σύντροφος κάνει υπερβολές επίτηδες για να τσεκάρει τον άλλον. Πάντως οι αγχώδεις δεσμεύσεις μπορούν να μετατραπούν σε ασφαλείς, αν αποδεχτούμε ότι θα ζούμε με κάποιο βαθμό ανασφάλειας που συχνά ωφελεί καθώς κρύβει και την περιέργεια για το καινούργιο. Εξάλλου, ζει πραγματικά μόνο όποιος πιστεύει ότι μπορεί να εξελίσσεται, όποιος νιώθει βαθιά μέσα του τη γοητεία της εξερεύνησης.
Το άγχος εμφανίζεται συνήθως όταν ο ένας αισθάνεται ότι απομακρύνεται από τον σύντροφό του γιατί είναι αφηρημένος, ή εάν αρχίζει αν κερδίζει περισσότερα χρήματα, ή όταν υιοθετεί ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, ή εάν αποκτά νέους φίλους. Παρόμοιες αλλαγές μπορεί να εξελιχθούν σε πολύ ανησυχητικές ακόμα κι όταν μοιάζουν ανόητες, επειδή όλοι ξέρουμε πόσο μεταβατικές είναι οι σχέσεις. Οι περισσότεροι έχουμε νιώσει ότι δε θα χάσουμε ποτέ τον σύντροφό μας και ξάφνου μας τραβάει το χαλί κάτω απ’ τα πόδια και καταρρακωνόμαστε. Αυτή η εμπειρία αρκεί για να φοβόμαστε ότι το ίδιο θα συμβεί και στην επόμενη σχέση, οπότε νιώθουμε διαρκές άγχος. Αυτού του είδους η ένταση μπορεί να αποβεί καταστροφική, εκτός κι αν είναι και οι δύο σύντροφοι ανασφαλείς και δέχονται τον έλεγχο – όμως παράλληλα δημιουργείται μια αίσθηση «φυλάκισης» σε φαύλους κύκλους που όλο και αυξάνεται, άρα πάλι διαλύεται η σχέση.
Είναι εύκολο να αντιμετωπιστεί η αγχώδης δέσμευση όταν γίνεται συνειδητή και διανοητικά προσβάσιμη με την ψυχοθεραπεία. Όταν όμως το άτομο εξωτερικά δείχνει ήρεμο ενώ εσωτερικά βράζει, παίρνοντας λανθασμένες αποφάσεις, χρειάζεται πολύς καιρός ώστε να διαχειριστεί το άγχος που έκρυβε τόσα χρόνια.
Αποφευκτική δέσμευση
Σ’ αυτή την περίπτωση αποφεύγουμε εντελώς τις δεσμεύσεις επειδή νιώθουμε να απειλούμαστε υπερβολικά από το άγχος. Αντί να αποφεύγουμε μόνο το άγχος, αρνούμαστε κάθε σχέση. Οι αποφευκτικοί γενικά φοβούνται τις δεσμεύσεις περισσότερο από την αποστασιοποίηση μέσα στη σχέση γιατί αυτή είναι η άμυνά τους, ενώ η αποστασιοποίηση μπορεί μερικές φορές να είναι και παράγωγο μιας ασφαλούς σχέσης.
Όσοι έχουν αυτό το πρόβλημα κρατούν αποστάσεις από τους άλλους και ισχυρίζονται ότι θέλουν την ανεξαρτησία τους. Φοβούνται πως αν δεθούν θα αποκαλυφθεί η ανάγκη τους για συναισθηματική δέσμευση. Στην εποχή μας αυτή η κατάσταση είναι συνηθισμένη: «Κάνε τον άνετο, μη δείξεις ενδιαφέρον και σε πάρει για απελπισμένο». Τέτοιες φράσεις ακούγονται καθημερινά. Όμως αυτό είναι μόνο η αρχή. Όταν κάποιος μαζέψει αρκετές απορρίψεις βιώνει τις σχέσεις του με άγχος, σταδιακά θα φτάσει να αντιμετωπίζει προκαταβολικά κάθε σχέση σαν δυσάρεστη και τελικά θα τις αποφεύγει εντελώς. Είναι όπως όταν διαπιστώνουμε ότι κάποια τροφή μας πειράζει – δεν πρόκειται να την ξαναφάμε ποτέ. Το ίδιο συμβαίνει και στις σχέσεις: όποιος αποφεύγει τη δέσμευση, στην ουσία αποφεύγει τα δυσάρεστα συναισθήματα και το άγχος.
Ως αποτέλεσμα, συχνά εμφανίζονται άλλες μορφές άγχους και φοβίες, όπως ο φόβος της μοναξιάς, ο φόβος του μοναχικού θανάτου και ο φόβος της ανούσιας ζωής. Η αποφευκτική τάση εμφανίζεται σε ανθρώπους που βίωσαν ένα βαρύ σοκ, όπως ο θάνατος ενός εραστή ή ενός φίλου. Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί το άτομο να ζήσει σε ηθελημένη απομόνωση ή να έχει μόνο «παρέα» σαν υποκατάστατο της πραγματικής δέσμευσης. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι στην παρέα οι άνθρωποι βρίσκονται μεν, αλλά κρατώντας αποστάσεις. Η σχέση στην παρέα κατατρύχεται από το φόβο της μοναξιάς, δεν αναλαμβάνουμε την ευθύνη και το ρίσκο να προχωρήσουμε σε δεσμό.
Κατά βάθος, η αποφευκτική δέσμευση είναι ένας τρόπος να αποφύγει κανείς την απώλεια. Καθώς ο θάνατος είναι η μοίρα όλων μας, η αποφευκτική δέσμευση εμπεριέχει αυτό το γεγονός. Δηλαδή ο άνθρωπος σκέφτεται: «Αφού έτσι κι αλλιώς θα χάσουμε ο ένας τον άλλον, γιατί να δεσμευτώ;» Επιπλέον, η μοναχική ζωή είναι μια μέθοδος για μάξιμουμ έλεγχο, αφού έτσι συγκεντρωνόμαστε στον εαυτό μας. Και που είναι το κακό, θα ρωτήσετε. Θα το συζητήσω λίγο παρακάτω. Καθώς η κοινωνία επικεντρώνεται όλο και περισσότερο στη δουλειά, όλοι και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν την αποφευκτική σχέση ή την απόλυτη μοναξιά και ακριβώς γι’ αυτό φτάσαμε να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα. Η εκλογίκευση της αποχής από τη σχέση προέρχεται ακριβώς από την πίστη στην αποφυγή.
Όμως πάντα υπάρχει δυσφορία στη μοναξιά, και η ανάγκη να κατανοήσουμε τι συμβαίνει. Έχω δει πολλές φορές στη δουλειά μου ανθρώπους που βιώνουν συστηματικά απογοήτευση από τις σχέσεις τους. Συχνά επιλέγουν να περάσουν ένα μεγάλο διάστημα ολομόναχοι επειδή έχουν ηττηθεί από τις εμπειρίες τους. Τους αρέσει ίσως το κυνήγι, ακόμα και το ζευγάρωμα, όμως νιώθουν παγιδευμένοι στην ιδέα της πραγματικής δέσμευσης. Παρόμοια συμπεριφορά εμφανίζουν και οι διαζευγμένοι. Είναι ικανοί να κάνουν τα πάντα για ν’ αποφύγουν έναν δεύτερο γάμο επειδή θέλουν να αποφύγουν τα αρνητικά συναισθήματα που συσχέτισαν με την έννοια «γάμος».
Η αποφευκτική δέσμευση, όπως και η αγχώδης, είναι πηγή και αποτέλεσμα βαθύτατης μοναξιάς. Και οι δύο αποτελούν ανασφαλείς τύπους σχέσης που έχουν σοβαρές σωματικές και ψυχολογικές παρενέργειες. Όμως πώς σχετίζεται ο φόβος με τις ανασφαλείς δεσμεύσεις και ποιες είναι οι συνέπειές του;
Ωκυτοκίνη:
Σύνδεση φόβου και εμπιστοσύνης
Οι φόβοι της εγκατάλειψης και της απόρριψης κρύβουν την ουσιαστική ανικανότητα να πιστέψουμε ότι όλα θα πάνε καλά. Ο φόβος και η εμπιστοσύνη έχουν άμεση σχέση, και πρόσφατες έρευνες της βιολογίας του εγκεφάλου έριξαν περισσότερο φως στο ζήτημα. Το κλειδί είναι ότι για να δεσμευτούμε με ασφάλεια χρειαζόμαστε λίγο φόβο και για να φοβόμαστε λιγότερο πρέπει να εμπιστευόμαστε περισσότερο. Πρόκειται άραγε για μια ανόητη ιδέα; Ή μήπως βασίζεται στη βιολογία;
Πρόσφατες έρευνες θεωρούν την ωκυτοκίνη ως την ορμόνη της εμπιστοσύνης (συχνά, αποκαλείται και «ορμόνη της αγάπης»). Όση περισσότερη υπάρχει στους υποδοχείς, τόσο περισσότερη εμπιστοσύνη διαθέτουμε. Στοιχεία για το ρόλο της ωκυτοκίνης στις ανθρώπινες σχέσεις βρέθηκαν αρχικά σε μελέτες με ζώα. Διαπιστώθηκε ότι η ωκυτοκίνη είναι ουσιαστική για το χτίσιμο της φωλιάς και την επιβίωση των νεογέννητων σε ποντίκια, για την αποδοχή των μικρών στα πρόβατα και για τους δεσμούς των ενήλικων αρουραίων των αγρών. Όλες αυτές οι «οικογενειακές» σχέσεις προϋποθέτουν υψηλό βαθμό ασφαλούς δέσμευσης, γι’ αυτό οι ερευνητές έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στους ανθρώπους για να δουν αν υπάρχει ο ίδιος συσχετισμός. Επίσης, δεδομένου του ρόλου της ωκυτοκίνης στην κοινωνική αναγνώριση και στην επιθετικότητα στα ζώα, το επόμενο βήμα της επιστήμης ήταν να εξεταστεί ο ρόλος της και στους ανθρώπους.
Οι αρχικές παρατηρήσεις περιλαμβάνουν τα ήδη γνωστά στοιχεία για το ρόλο της ωκυτοκίνης στην εξαγωγή μητρικού γάλακτος κατά το θηλασμό και στη διόγκωση της μήτρας κατά τη γέννα. Επιπλέον ήταν ήδη γνωστό ότι και οι γυναίκες και οι άντρες απελευθερώνουν ωκυτοκίνη κατά τον οργασμό. Η διαπίστωση ότι η ορμόνη εκλύεται όταν «δένει» κάποια σχέση έκανε τους επιστήμονες να προχωρήσουν στην υπόθεση ότι σχετίζεται με την εμπιστοσύνη. Όμως πως μπορούσαν να τη συνδέσουν με τους ανθρώπινους δεσμούς;
Το 2005 δημοσιεύτηκε μία μελέτη στο επιστημονικό περιοδικό Nature, κατά την οποία, όταν έδωσαν σε ανθρώπους ωκυτοκίνη, αυξανόταν η ικανότητά τους για εμπιστοσύνη. Για την ακρίβεια, οι μετρήσεις έδειξαν ότι η αυξημένη εμπιστοσύνη δεν αντιστοιχούσε σε αποδοχή κινδύνων, αλλά σε ετοιμότητα και δεκτικότητα σε συναισθηματικό ρίσκο. Τα στοιχεία έδειξαν για πρώτη φορά ότι η ικανότητα για δεσμούς επηρεάζεται από την ορμόνη και ότι, κατά πάσα πιθανότητα, αν θέλαμε να δημιουργήσουμε ασφαλείς σχέσεις, πρέπει να αυξήσουμε την ωκυτοκίνη μας, ανεξαρτήτως φύλου.
Μετά από αυτή τη μελέτη, ακολούθησαν πολλές άλλες που επιβεβαίωσαν ότι διάφορες δυσκολίες στις κοινωνικές σχέσεις οφείλονται στη μειωμένη ωκυτοκίνη. Μία μελέτη διαπίστωσε ότι οι γυναίκες που έχουν ιστορικό βάρβαρης μεταχείρισης έχουν λιγότερη ωκυτοκίνη στον εγκεφαλονωτιαίο μυελό (που συνδέεται με το εγκεφαλικό υγρό), ενώ σε μιαν άλλη βρέθηκε ότι τα χαμηλά επίπεδα ωκυτοκίνης συνδέονται με την κοινωνική απόσυρση και την απομόνωση στους σχιζοφρενείς. Επίσης, η χαμηλή ωκυτοκίνη θεωρείται ύποπτη για την κοινωνική μόνωση των αυτιστικών. Μια άλλη ομάδα ερευνητών μελέτησε κατά πόσο η παροχή της ορμόνης ή του πλασέμπο παρήγε διαφορετική απόκριση σε μια κατάσταση παραβίασης εμπιστοσύνης. Βρήκαν ότι η συμπεριφορά όσων είχαν πάρει ωκυτοκίνη δεν άλλαξε όταν έγινε παραβίαση της εμπιστοσύνης τους, ενώ όσοι είχαν πάρει πλασέμπο όντως άλλαξαν. Μάλλον αυτό εξηγεί γιατί μερικοί αδιαφορούν μπροστά στα δύσκολα: υπερβολική δόση ωκυτοκίνης! Η ωκυτοκίνη μάς κάνει όντως να κοιτάζουμε τους άλλους στα μάτια και, όταν το κάνουμε, αυξάνουμε την εμπιστοσύνη και τη σύνδεσή μας. Όταν δύο άνθρωποι κοιτάζονται στα μάτια, αυξάνουν τα επίπεδα της ωκυτοκίνης τους: είναι γεγονός.
Επίσης αξίζει να σημειώσουμε ότι αρκεί ακόμα και η πρόθεση να εμπιστευτούμε για να αυξήσουμε την ωκυτοκίνη μας. Ένα πείραμα εξέτασε ένα σενάριο κατά το οποίο ανάμεσα σε μια ομάδα ανθρώπων κάποιοι έπαιρναν χρήματα από κάποιον άλλον. Βρέθηκε πως η ωκυτοκίνη ανέβηκε σε όσους ήξεραν ότι τα χρήματα ήταν μια κίνηση εμπιστοσύνης και έγκρισης, ενώ όσοι πήραν χρήματα χωρίς να ξέρουν γιατί δεν ανέβασαν την ορμόνη. Αυτό δείχνει ότι τα υψηλά επίπεδα ωκυτοκίνης σχετίζονται με την εμπιστοσύνη.
Όλο και περισσότερες έρευνες συνδέουν την ωκυτοκίνη με την εμπιστοσύνη, όμως ποια είναι η σχέση της με το φόβο και πώς μπορούμε να συνδέσουμε τις θετικές επιδράσεις της με τη μείωση του φόβου; Οι επιστήμονες άρχισαν να ερευνούν πώς επηρεάζει την εγκεφαλική λειτουργία, και αρκετές μελέτες έδωσαν συναρπαστικά ευρήματα. Μια από τις πιο σημαντικές εξέτασε αν η ωκυτοκίνη διαφοροποιείται από το πλασέμπο στην ενεργοποίηση περιοχών του εγκεφάλου. Διαπιστώθηκε ότι η ωκυτοκίνη μειώνει αισθητά την ενεργοποίηση της αμυγδαλής. (Η αμυγδαλή βρίσκεται στο κέντρο του εγκεφάλου, λειτουργεί σαν ανιχνευτής κινδύνου, είναι υπερευαίσθητη και ενεργοποιείται αυτομάτως, εκεί επικεντρώνονται όλοι οι μηχανισμοί του εγκεφάλου που σχετίζονται με το φόβο) Τώρα οι συσχετισμοί γίνονται πιο σαφείς: ο φόβος ξυπνάει την αμυγδαλή και διακόπτει τους δεσμούς των ανθρώπων· η ωκυτοκίνη νανουρίζει την αμυγδαλή και διευκολύνει τους δεσμούς, άρα ο φόβος και η ωκυτοκίνη είναι αντίπαλοι.
Αν η ωκυτοκίνη μειώνει την ενεργοποίηση της αμυγδαλής και αυξάνει την εμπιστοσύνη, για να μειώσουμε τους φόβους μας (και τις εκκρίσεις της αμυγδαλής) πρέπει να εκτεθούμε σε καταστάσεις όπου θα εμπιστευόμαστε τους άλλους και θα μας εμπιστεύονται και εκείνοι. Οπότε πρέπει να υποθέσουμε ότι οι ανθρώπινοι δεσμοί λειτουργούν ανασταλτικά στην υπερδραστήρια αμυγδαλή και ότι αυτό ακριβώς συνιστά ένα ακόμα ισχυρό κίνητρο για σχηματισμό ασφαλών δεσμών άρα και παραγωγή ωκυτοκίνης.
Για μερικούς η εμπιστοσύνη είναι δύσκολη υπόθεση, ειδικά αν μας έχουν προδώσει επανειλημμένα. Όμως τι συμβαίνει; Φταίνε οι πληγές της προδοσίας για το γεγονός ότι δεν εμπιστευόμαστε ή μήπως η έλλειψη εμπιστοσύνης φέρνει την προδοσία; Φαύλος κύκλος; Και πως μπορούμε να τον σπάσουμε; Η έρευνα έδειξε πως, όταν κάποιος έχει μια αυτοματοποιημένη αρνητική αντίδραση, η παροχή ωκυτοκίνης μπορεί να την αντιστρέψει μειώνοντας παράλληλα την ενεργοποίηση της αμυγδαλής. Οπότε, η ωκυτοκίνη μπορεί να σταματήσει τη ρύθμιση του φόβου. Πώς όμως αυξάνουμε το επίπεδό της για να σταματήσουμε τη ρύθμιση; Με το να βρισκόμαστε με ανθρώπους που εμπιστευόμαστε και μας εμπιστεύονται, καθώς έτσι αυξάνουμε τη δική μας ωκυτοκίνη και μειώνουμε την ενέργεια στα κυκλώματα του φόβου.
Από το βιβλίο του Σρινιβασάν Σ. Πιλέι με ελληνικό τίτλο: “Νικήστε τους φόβους σας”, εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Ο αγγλικός τίτλος του πρωτότυπου είναι: “Life Unlocked” (“Ξεκλείδωτη ζωή”).
Πηγή:/psycheandlife2.wordpress.com

Οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι είναι περισσότερο επιτυχημένοι στην εργασία τους;



Προτού απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, ας διευκρινίσουμε τι εννοούμε με τον όρο «ευτυχισμένοι». Για τους κοινωνικούς επιστήμονες, ευτυχισμένα άτομα είναι εκείνα που βιώνουν συχνά θετικά συναισθήματα στη ζωή τους. Βασιζόμενοι σε αυτό τον ορισμό, οι άνθρωποι αποδίδουν καλύτερα στην εργασία τους όταν είναι αυτυχισμένοι; Οι έρευνες αποδεικνύουν ότι η απάντηση είναι καταφατική. Οι ευτυχισμένοι εργαζόμενοι απολαμβάνουν πολλαπλάσια πλεονεκτήματα έναντι των λιγότερο ευτυχισμένων συναδέλφων τους. Αυτό λαμβάνει δύο κύριες μορφές, οι οποίες αναφέρονται στη συνέχεια.

  • Επαγγελματική Επίδοση

Οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι τείνουν να ξεπερνούν σε επίδοση τους λιγότερο ευτυχισμένους με αρκετούς διαφορετικούς τρόπους. Καταρχάς, τις περισσότερες φορές καταλαμβάνουν καλύτερες θέσεις εργασίας, θέσεις δηλαδή που τους παρέχουν υψηλά επίπεδα αυτονομίας, νοήματος και ποικιλίας. Έπειτα, από τη στιγμή που βρίσκονται στην εργασία τους, ασκούν το επάγγελμά τους με μεγαλύτερη επιτυχία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το ίδιο αποτέλεσμα εμφανίζεται, επίσης, και στις υψηλότερες βαθμίδες των οργανισμών. Οι πιο ευτυχισμένοι διευθύνοντες σύμβουλοι των εταιρειών συνήθως έχουν πιο ευτυχισμένους υπαλλήλους να εργάζονται για αυτούς. Και, φυσικά, κατ’επέκταση, οι πιο ευτυχισμένοι υπάλληλοι έχουν λιγότερες πιθανότητες να παραιτηθούν. Εν μέρει λόγω αυτού του γεγονότος, οι οργανισμοί στους οποίους εργάζονται αποβαίνουν περισσότερο επικερδείς. Προφανώς δεν είναι δυνατόν να δίνεται τόση έμφαση στη σημασία της ευτυχίας όταν πρόκειται για την επαγγελματική επίδοση.

  • Εισόδημα

Οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι έχουν υψηλότερα εισοδήματα; Ναι, έχουν. Οι έρευνες έχουν διαπιστώσει ότι αυτό ισχύει σε διάφορες χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, επειδή οι σχέσεις συνδέονται ως προς τη φύση τους, δεν είναι σαφές κατά πόσο οι άνθρωποι κερδίζουν περισσότερα χρήματα επειδή είναι ευτυχισμένοι ή αν γίνονται ευτυχισμένοι επειδή κερδίζουν περισσότερα χρήματα. Και στις δύο περιπτώσεις η σύνδεση είναι αρκετά ισχυρή.

Τι βρίσκεται πίσω από αυτή την ισχυρή σύνδεση μεταξύ της ευτυχίας και της επιτυχίας στην εργασίας; Όπως στα περισσότερα φαινόμενα της οργανωσιακής συμπεριφοράς, υπάρχουν πολλές απαντήσεις.

Απόσπασμα από το βιβλίο των Greenberg, J. & Baron, R.A. "Οργανωσιακή Ψυχολογία και Συμπεριφορά", επιμ.- μτφρ. Αντωνίου Α.-Σ., σελ. 297-298, εκδόσεις Gutenberg (2013).