Πότε Δυο Άνθρωποι Ερωτεύονται;

Όλη μας η ζωή περιστρέφεται γύρω από σχέσεις και η πραγματική ευτυχία αφορά το πόσο κοντά και αγαπημένα νιώθουμε όταν είμαστε μαζί με τους άλλους, είτε είναι φίλοι, είτε ερωτικοί σύντροφοι είτε οι γονείς μας.
Ο έρωτας, το απόλυτο συναίσθημα. Ο Νίτσε είχε πει πως «οι ερωτευμένοι είναι τρελοί» και κατά μία έννοια είχε δίκιο. Όταν είμαστε ερωτευμένοι αλλάζει ο τρόπος που νιώθουμε και αντιλαμβανόμαστε τη ζωή. Όμως πότε δυο άνθρωποι ερωτεύονται;
Υπάρχουν συνθήκες που βοηθούν το να ερωτευτούμε; Άραγε τα ετερώνυμα πραγματικά έλκονται;

Ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τον έρωτα

Ας δούμε ποιοι παράγοντες παίζουν ρόλο και βοηθούν ώστε να ερωτευτούν δυο άνθρωποι:
1ος Παράγοντας: Ο Συγχρονισμός (timing)
Κανείς μπορεί να ερωτευθεί όταν δεν το περιμένει καθόλου, από απλή τύχη ή σύμπτωση. Ένας ιδανικός σύντροφος μπορεί να κάθεται δίπλα σου στο πάρτι αλλά να μην τον προσέξεις αν είσαι απασχολημένος/-η με θέματα της δουλειάς, ή αν είσαι ήδη σε μια άλλη σχέση ή με κάποιο άλλο τρόπο συναισθηματικά μη διαθέσιμος/-η.
Αν όμως μόλις μπήκες στο κολλέγιο ή μετακόμισες μόνος/-η σε άλλη πόλη, αν πρόσφατα βγήκες από μια μη ικανοποιητική σχέση, αν άρχισες να βγάζεις αρκετά λεφτά για να κάνεις οικογένεια, αν είσαι μόνος-η ή πέρασες μια δύσκολη δοκιμασία ή τέλος αν έχεις παρά πολύ ελεύθερο χρόνο τότε έχεις τις «προδιαγραφές» για να ερωτευθείς. Πιο συγκεκριμένα, οι άνθρωποι που είναι σε συναισθηματική ένταση, είτε από χαρά, άγχος, φόβο, περιέργεια, λύπη είτε από οποιαδήποτε άλλο συναίσθημα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να ερωτευθούν, είναι πιο ευάλωτοι στο πάθος.
2ος Παράγοντας: Η Κοντινότητα
Η κοντινότητα μπορεί να παίξει και αυτή τον ρόλο της. Τείνουμε να επιλέγουμε ανθρώπους που είναι κοντά μας.
3ος Παράγοντας: Το Μυστήριο
Ένας άλλος παράγοντας στην επιλογή συντρόφου είναι το μυστήριο. Έχει φανεί πως και τα δυο φύλα έλκονται από ανθρώπους τους οποίους βρίσκουν μυστηριώδεις. Όπως είχε γράψει και ο Μπωντλαίρ: «Η αγάπη μας για τις γυναίκες είναι σε αναλογία με το βαθμός της ανοικειότητας (strangeness) προς εμάς».
Το αντίθετο είναι επίσης αλήθεια. Η οικειότητα μπορεί να απομακρύνει τις σκέψεις για μια ρομαντική σχέση. Σχεδόν όλα τα άτομα έχουν μια σεξουαλική αποστροφή σε πάρα πολύ οικεία πρόσωπα. Προτιμούν να σχετίζονται με ξένους.
4ος Παράγοντας: Τα ετερώνυμα έλκονται;
Παρόλο που οι περισσότεροι άνθρωποι ανά τον κόσμο που νιώθουν ερωτική έλξη για «αγνώστους» μη οικείους, επιλέγουν να έχουν αυτούς που έχουν την ίδια εθνότητα, το ίδιο κοινωνικό, θρησκευτικό και οικονομικό υπόβαθρο, ίδιο βαθμό νοημοσύνης και παρόμοιες συμπεριφορές, προσδοκίες, αξίες, ενδιαφέροντα και παρόμοιες κοινωνικό- επικοινωνιακές δεξιότητες.
5ος Παράγοντας: Η Συμμετρία
Η τάση μας να επιλέγουμε ανθρώπους με «καλές» αναλογίες είτε στο πρόσωπο είτε στο σώμα.
6ος Παράγοντας: «Μου θυμίζεις κάποιον που ήξερα όταν ήμουνα παιδί…»
Άνθρωποι που αγαπήσαμε και μας φρόντισαν καταγράφονται ως θετικά μοντέλα και πολλές φορές στην ενήλικη ζωή μας ο/η σύντροφος μας μπορεί να έχει στοιχεία αυτού του ανθρώπου πχ ενός αδελφού που μας φρόντιζε, του πατέρα, της γυναίκας που μας κρατούσε όταν ήμασταν παιδιά κτλ.

Κλείνοντας, ας μην ξεχνάμε πως η πλειοψηφία των παραπάνω παραγόντων, μας επηρεάζουν χωρίς να τους αντιλαμβανόμαστε και όπως τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, έτσι και ο έρωτας έρχεται χωρίς να τον περιμένουμε γιατί στον έρωτα όλα είναι πιθανά!

Ο αγώνας για την αυτονομία

Ο αγώνας για την αυτονομία ξεκινάει από πολύ νωρίς και χρειάζεται συνεχή προσπάθεια μέχρι να μπορέσουμε να πατήσουμε στα δικά μας πόδια. Ακολουθεί ένα σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Γκοτζαμάνη "Μεγαλώνοντας (με) το παιδί μου" (σελ. 141-143), 2014, εκδόσεις Πατάκη.

"...Ολόκληρη η ζωή μας, από την πρώτη μέχρι την τελευταία της μέρα είναι ένας αδιάκοπος αγώνας για να κερδίζουμε την αυτονομία μας. Στην πραγματικότητα, η αυτονομία ταυτίζεται με τη δυνατότητα του ανθρώπου να προετοιμάζεται και να τολμά να περνά έγκαιρα από τη μία φάση της ζωής στην επόμενη, να αναλαμβάνει τους αντίστοιχους ρόλους και να αντεπεξέρχεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στις ειδικές απαιτήσεις κάθε φάσης.
Η ίδια η γέννησή μας είναι η πρώτη μεγάλη μας κίνηση προς την αυτονομία. Εγκαταλείπουμε τη μήτρα της μητέρας μας όπου επί εννέα μήνες ζούσαμε παρασιτώντας σε μια κατάσταση απόλυτης ασφάλειας, χωρίς να χρειάζεται να φροντίζουμε για καμία λειτουργία του οργανισμού μας. Ο μητρικός οργανισμός μας εξασφάλιζε όλα τα απαραίτητα, ιδανικές συνθήκες στο περιβάλλον μας, την κατάλληλη θερμοκρασία, συνεχή και σωστή θρέψη, δεν χρειαζόταν να πεινάσουμε και να ζητήσουμε φαγητό. Κι όμως, ενώ απολαμβάνουμε όλη αυτή την προσφορά του μητρικού οργανισμού, ξαφνικά αυτός ο ίδιος οργανισμός αρχίζει να συσπάται και να μας εξωθεί με βίαιο τρόπο, σαν να μας πετάει έξω από το σπίτι μας με τις κλοτσιές.
 Ακολουθεί ο τοκετός, η μητέρα βιώνει αυτόν τον αποχωρισμό νιώθοντας τεράστιο πόνο, τις ωδίνες του τοκετού, αλλά παρ’όλα αυτά τίποτε δεν τη σταματάει σ’αυτή τη διαδικασία που θα καταλήξει στην αυτονόμηση των ζωτικών λειτουργιών του παιδιού της. Το παιδί επίσης νιώνει τον αποχωρισμό με πόνο. Εγκαταλείπει τη θαλπωρή της μήτρας για να βρεθεί ξαφνικά σ’έναν καινούργιο, άξενο κόσμο. Θα νιώσει ότι διακόπτεται η τροφοδοσία από τον μητρικό οργανισμό για κάποια κρίσιμα δευτερόλεπτα και θα πρέπει να κλάψει για να μπορέσει να πάρει την πρώτη ολοδική του ανάσα.
Ο τοκετός έχει τους κινδύνους του τόσο για τη μητέρα όσο και για το παιδί, όμως αυτοί οι κίνδυνοι δεν συγκρίνονται με αυτό που θα συνέβαινε αν ο τοκετός καθυστερούσε για λίγες μέρες. Σ’αυτή την περίπτωση ο κίνδυνος θα ήταν θανάσιμος και για τη μητέρα και για το παιδί.
Αν συνοψίσουμε όλα αυτά που συμβαίνουν στη γέννηση, νομίζω  ότι θα συμφωνήσουμε ότι η φύση μας δίνει ένα μεγάλο μάθημα για τα επόμενα βήματα της ζωής μας. Η φύση μας διδάσκει ότι η μετάβαση στην επόμενη φάση της ζωής θα πρέπει να γίνεται έγκαιρα, ότι κάθε καθυστέρηση ισοδυναμεί με ένα μικρό θάνατο, με ακύρωση της ζωής. Όταν η μετάβαση στην επόμενη φάση αναβάλλεται ώσπου να εξαλειφθεί κάθε κίνδυνος, τότε οι κίνδυνοι γίνονται ακόμα μεγαλύτεροι, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την παράταση της εγκυμοσύνης. Δεν υπάρχει μετάβαση χωρίς κανένα κίνδυνο, δεν υπάρχει δράση χωρίς κανένα ρίσκο. Επιπλέον, κάθε μετάβαση έχει πόνο, έχει κόπο, έχει προσπάθεια αλλά έχει και τη χαρά για όλα τα καινούργια που ανοίγονται μπροστά μας. Το παιδί δεν είναι μόνο του στα βήματα της αυτονόμησής του. Υπάρχουν δίπλα του οι άνθρωποι που έχουν την ευθύνη να το βοηθήσουν να μεγαλώσει, έχουν την ευθύνη να του μάθουν να τολμάει, να εμπιστεύεται τον εαυτό του και τις επιθυμίες του, έχουν την ευθύνη να το παροτρύνουν να προχωρήσει μπροστά για να βρει τη δική του διαδρομή στη ζωή του..." 

Εκδήλωση με θέμα "Διατροφή και Συνάισθημα" στο 10ο Νηπιαγωγείο Χίου

Διατροφή και συναίσθημα...πόσο σχετίζονται τελικά; 
Γιατί οι εμπειρίες από την παιδική ηλικία είναι σημαντικές για τη μετέπειτα σχέση του παιδιού με το φαγητό;
Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε το παιδί μας να χτίσει υγιείς διατροφικές συνήθειες;


Ποτέ δεν θα είσαι αρκετά καλός…

Η Ειρήνη γυρνάει από το σχολείο χαρούμενη, έγραψαν ένα διαγώνισμα στα μαθηματικά και τα πήγε πολύ καλά! Είναι στην Τρίτη γυμνασίου, είναι ενθουσιασμένη που έγραψε καλά, πιστεύει ότι έχει αρχίσει να παίρνει τον αέρα αυτού του μαθήματος που πάντα τη φόβιζε πολύ.
Μπαίνει φουριόζα στο σπίτι, βιάζεται να το πει στη μαμά της:
Ειρήνη: Μαμά, γράψαμε διαγώνισμα τα μαθηματικά και πήρα 18!
Μαμά: Μπράβο! Η Χριστίνα πόσο πήρε;
Ειρήνη: Εεε, δεν ξέρω, δεν θυμάμαι…
Μαμά: Σίγουρα θα πήρε μεγαλύτερο βαθμό…
Το πρώτο που μπορούμε να παρατηρήσουμε σ’αυτή τη στιχομυθία είναι ότι η μητέρα της Ειρήνης δεν κατάφερε να ελέγξει την παρόρμησή της να κάνει τη λάθος ερώτηση στην κόρη της και στη συνέχεια το λάθος σχόλιο, απαξιώνοντας με αυτόν τον τρόπο την προσπάθειά της και ακυρώνοντας τη χαρά της για την επιτυχία της.
Η Χριστίνα είναι η κολλητή της Ειρήνης και η μαμά της είναι κολλητή με τη μαμά της Ειρήνης. Οι δύο μαμάδες ενδιαφέρονται πολύ για τις σχολικές επιδόσεις των θυγατέρων τους και αυτό είναι ένα συχνό θέμα στις επικοινωνίες τους, όταν μιλάνε στο τηλέφωνο, όταν πηγαίνουν μαζί για καφέ, ακόμα και στην ταβέρνα, όταν οι άντρες αρχίζουν την κουβέντα για πολιτική ή ποδόσφαιρο. Γνωρίστηκαν από τα παιδιά τους, που πηγαίνουν μαζί στο σχολείο από την πρώτη δημοτικού. Βέβαια, τα παιδιά τους δεν είναι το μοναδικό θέμα στις συζητήσεις τους, είναι όμως ένα εύκολο θέμα όταν δεν υπάρχει τίποτε άλλο (ή έστω, τίποτε καλύτερο) να συζητήσουν, ακόμη κι όταν για κάποιο λόγο υπάρχει κάποια δυσκολία μεταξύ τους.
Στη δική μας περίπτωση, οι δύο μαμάδες γνωρίστηκαν και συνδέθηκαν, έγιναν «φίλες», χάρη στις κόρες του. Αυτό συμβαίνει πολύ συχνά, όπως επίσης συμβαίνει συχνά να περιθωριοποιούνται ή να «εκτοπίζονται» παλιότεροι φίλοι για να δημιουργηθεί χώρος για τους νέους μας φίλους που προέρχονται από το σχολικό περιβάλλον των παιδιών μας. Με λίγα λόγια, η σχολική περίοδος ενός παιδιού δίνει τη δυνατότητα σε πολλούς γονείς να δημιουργήσουν ένα νέο κύκλο κοινωνικών γνωριμιών και φιλιών. Μερικοί γονείς, μάλιστα, προσπαθούν (και κάποιες φορές καταφέρνουν) να λύσουν με αυτόν τον τρόπο ένα γενικότερο και παλιότερο πρόβλημα στην κοινωνικότητά τους.
Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι εύκολο να φανταστούμε ότι η σχέση χτίζεται πάνω σε θέματα που αφορούν τα παιδιά τους. Είναι πολύ ευχάριστο και μπορεί να γίνει πολύ δημιουργικό να μοιράζομαι με  έναν άνθρωπο το ενδιαφέρον μου για την εκπαίδευση του παιδιού μου, να παίρνω και να δίνω βοήθεια σε πρακτικά ζητήματα που προκύπτουν συνεχώς, ακόμη και σε έκτακτες καταστάσεις.
Τα δύσκολα αρχίζουν από τη στιγμή που η σχέση των δύο μαμάδων αρχίζει να εκτρέπεται σε αντιπαράθεση των επιδόσεων των παιδιών τους. Εδώ πια η συνεργατικότητα που μπορεί είχε ήδη αναπτυχθεί δίνει τη θέση της στον ανταγωνισμό. Οι μητέρες διδάσκουν στα παιδιά τους να μη χαίρονται με τη χαρά του άλλου, ακόμη κι αν είναι φίλος τους, αλλά ούτε και με τη δική τους χαρά, με το δικό τους επίτευγμα, αν δεν συνδυάζεται με την αποτυχία του άλλου. Το παιδί μαθαίνει να μη χαίρεται μ’αυτό που είναι, αλλά να χαίρεται μ’αυτό που δεν είναι ο άλλος.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Κώστα Γκοτζαμάνη "Μεγαλώνοντας (με) το παιδί μου", 2014, εκδόσεις Πατάκη.

Αυτοεκτίμηση... ή αλλιώς πόσο νιώθω ότι αξίζω;



Η αυτοεκτίμηση είναι η αίσθηση της προσωπικής αξίας που έχει το άτομο για τον εαυτό του και η οποία προέρχεται τόσο από προσωπικές εμπειρίες όσο και από τις κρίσεις και τις στάσεις των άλλων απέναντί του. Είναι ο βαθμός στον οποίο επιδοκιμάζουμε ή αποδοκιμάζουμε τον εαυτό μας, η θετική ή αρνητική μας στάση προς αυτόν.
Η αυτοεκτίμηση διαμορφώνεται από το τι αντιλαμβανόμαστε οι ίδιοι ότι είμαστε, αλλά και από τα στοιχεία που λαμβάνουμε από τους άλλους, δηλαδή τι εικόνα έχουν οι άλλοι για εμάς και κυρίως οι «σημαντικοί άλλοι», δηλαδή τα πρόσωπα που θεωρούνται σημαντικά στη ζωή του ατόμου όπως είναι ο γονέας, ο σύντροφος, ο φίλος, ο δάσκαλος.
Ο πρωταρχικός και σημαντικότερος παράγοντας που συντελεί στο πόσο υγιής θα είναι η σχέση που θα αναπτύξουμε με τον εαυτό μας είναι η οικογένεια. Τα πρώτα θεμέλια της αυτοεκτίμησης του ατόμου μπαίνουν κατά την βρεφική ηλικία. Ένα βρέφος που βιώνει την αγάπη και την προσοχή των γονέων (και κυρίως της μητέρας), τη στοργή από την αγκαλιά και τη φροντίδα, αντιλαμβάνεται ότι αξίζει να το αγαπούν και αρχίζει να αποκτά υγιή αυτοεκτίμηση. Κατά την παιδική ηλικία η ανάληψη πρωτοβουλιών από το παιδί ενθαρρύνει την αίσθηση της αποτελεσματικότητας του, δηλαδή την αίσθηση ικανότητας επίλυσης προβλημάτων που θα το οδηγήσουν σταδιακά και στην αυτονομία του. Στην εφηβεία, ο γονιός εξακολουθεί να έχει ευκαιρίες ώστε να βοηθήσει τον έφηβο να ενισχύσει την αυτοεκτίμησή του ενθαρρύνοντας την ανεξαρτητοποίησή του, επιτρέποντάς του να τον αμφισβητήσει και όντας διαθέσιμος και παρών να ανταποκριθεί στις ανάγκες του.
Η συμπεριφορά των παιδιών αντανακλά την αυτοεκτίμηση που έχουν. Ένα παιδί με υψηλή  αυτοεκτίμηση μπορεί να αντιμετωπίζει τις αποτυχίες, νιώθει υπερήφανο για τις επιτυχίες του, δρα ανεξάρτητο, αναλαμβάνει υπευθυνότητες, δεν διστάζει στις νέες προκλήσεις, μπορεί να διαχειριστεί τα συναισθήματά του και την πίεση, ξέρει να χαίρεται τη ζωή και είναι αισιόδοξο. Αντίθετα, ένα παιδί με χαμηλή αυτοεκτίμηση μπορεί να αισθάνεται άβολα σε νέες καταστάσεις και δραστηριότητες γιατί πιστεύει ότι δεν θα τα καταφέρει, τείνει να προκαταβάλει την προσπάθειά του αρνητικά, διακρίνεται από υπερβολική ευθιξία και υπερβολική ενασχόληση με αυτό που οι άλλοι σκέπτονται για αυτό.
Σημαντικός παράγοντας στην καλλιέργεια της αυτοεκτίμησης των παιδιών είναι η εμπλοκή τους σε δραστηριότητες που απαιτούν συνεργασία με τους άλλους παρά σε δραστηριότητες με έντονο ανταγωνισμό. Με αυτό τον τρόπο μαθαίνουν να σέβονται και να εκτιμούν τις ικανότητες των άλλων και ταυτόχρονα τις δικές τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ανταγωνισμού είναι το «κυνήγι της πρωτιάς»  με το οποίο υιοθετούν τη λογική ότι μόνο ο πρώτος ή ο καλύτερος (ή ο πιο δυνατός ή ο πιο γρήγορος) θα χαίρει εκτίμησης από τους άλλους και συνεπώς, όσοι δεν είναι πρώτοι, δεν απολαμβάνουν και δεν αξίζουν θετικά συναισθήματα.
Πώς όμως ένας γονιός μπορεί να βοηθήσει το παιδί του να αισθάνεται καλά με τον εαυτό του; Τα παιδιά αναπαράγουν με μεγάλη ευκολία τις συμπεριφορές των γονιών τους. Ο γονιός λειτουργεί ως καθρέφτης και η αυτοεκτίμησή του επηρεάζει σημαντικά την αυτοεκτίμηση του παιδιού του. Οι συμπεριφορές που προέρχονται από ανθρώπους που είναι σημαντικοί για εμάς, μας χαρίζουν βιώματα που θα μας επηρεάσουν ιδιαίτερα.
Για παράδειγμα, αν έχουμε μεγαλώσει ακούγοντας «έτσι θα βγεις έξω;», «ρεζίλι θα γίνουμε», «δεν θέλω να μας πιάσει στο στόμα του ο…», «μη δώσουμε δικαίωμα στον κόσμο να σχολιάζει» κ.ά. είναι πολύ πιθανό ως ενήλικες να ζούμε με το φόβο για την εντύπωση που θα δώσουμε στους άλλους.
Ποτέ δεν είναι αργά όμως…ευτυχώς είναι δυνατόν να ενισχύσει κανείς την αυτοεκτίμησή του ανεξάρτητα από την ηλικία ή την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Οι άνθρωποι ωριμάζουν και αλλάζουν σε όλη τους τη ζωή. Το πρώτο κύριο βήμα είναι να γνωρίζουμε τον εαυτό μας και να μπορέσουμε να «κοιτάξουμε» μέσα μας με τόλμη για διάθεση για προσωπική βελτίωση.

Τα παιδιά των άλλων…


Της Άννυς Μπενέτου

Όλοι το έχουμε πει πριν αποκτήσουμε παιδιά « τα δικά μου τα παιδιά δεν θα τα κακομάθω έτσι…». Και όλοι, όταν είχαμε τα δικά μας παιδιά, την ώρα που αντιμίλαγαν δημοσίως, που κραύγαζαν έναντι του «όχι» μας στο σούπερ μάρκετ σκεφτήκαμε με μεταμέλεια « μη κρίνετε ίνα μη κριθείτε…».
Κι όμως, ξανά και ξανά, σε διάφορες φάσεις ζωής πέφτουμε πάλι στο ίδιο σφάλμα: να θεωρούμε ότι εμείς κάτι κάνουμε καλύτερα από κάποιον άλλο γονιό, ότι τα δικά μας τα παιδιά είναι καλύτερα από τα παιδιά των άλλων.
Έχω τρεις κόρες σε διαφορετικές ηλικίες και με τελείως διαφορετικούς χαρακτήρες και τελείως διαφορετικές ανάγκες. Η μεγαλύτερη είναι ένα παιδί με ειδικές ανάγκες. Ακόμη και με εκείνη θυμάμαι να έχω υποπέσει στο ίδιο σφάλμα σε διάφορες φάσεις. Πριν γεννηθεί πίστευα ότι κάπως κάτι λάθος κάνουν οι γονείς των παιδιών που γεννιούνται με δυσκολίες. Δεν μπορεί κάτι κάνει λάθος η μητέρα στην εγκυμοσύνη: ή θα κάπνιζε, ή δεν θα τρεφόταν σωστά, ή δεν θα έκανε όλους του προγεννητικούς ελέγχους. Φευ! Δεν είχε σχέση τελικά με τη συμπεριφορά της μητέρας. Η Λουκία μου γεννήθηκε με σοβαρά προβλήματα παρότι είχα επιδιώξει να κάνω το πρώτο μου παιδί πριν τα 30 ( όπως λένε τα βιβλία ότι είναι το πιο ασφαλές!) και παρότι – νομίζω- έκανα ότι μου έλεγαν και ότι έπρεπε ως εγκυμονούσα.
Μετά, στους πρώτους μήνες της αναπηρίας της, τριγυρνώντας στα θεραπευτήρια και τα ειδικά σχολεία, έβλεπα με τρόμο τα μεγαλύτερα παιδιά και ήμουν σίγουρη ότι το δικό μου δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία παιδιών ότι θα ξεπεράσει τα προβλήματα της, θα περπατήσει, θα μιλήσει και δεν θα είναι όπως «αυτά τα παιδιά…». Φευ! Η κορούλα μου μεγάλωσε αλλά ούτε μίλησε ούτε περπάτησε παρά τις προσπάθειες όλης της οικογένειας να τη βοηθήσει με όποιον τρόπο. Και σε «αυτά τα παιδιά…» των άλλων, ανήκει κι εκείνη, είναι άτομο με αναπηρία και είναι το δικό μου παιδί και όχι κάποιου άλλου. Είναι η υπέροχη Λουκία μου.
Και οι δυο άλλες μου κόρες, αν και χωρίς ειδικές ανάγκες επισήμως, έχουν η κάθε μια έναν δικό τους χαρακτήρα και μία δική τους προσωπικότητα που συχνά με φέρνει αντιμέτωπη με τις προκαταλήψεις μου και την κριτική που έχω κάνει για «τα παιδιά των άλλων…». Νόμιζα ότι τα  δικά μου παιδιά δεν θα κοροϊδέψουν ποτέ, δεν θα έχουν άγχος, δεν θα αντιμιλούν, δεν θα μένουν μόνα, δεν δεν… Και πάλι, ξανά και ξανά, διαψεύδομαι αλλά δεν φαίνεται να το μαθαίνω το μάθημα μου.
Έχω να μάθω ότι η γονεϊκότητα είναι ένας συνεχής αγώνας που δίνουμε όλοι, ο καθένας με τον τρόπο του, καθημερινά. Έχω να μάθω ότι ούτε εγώ τα κάνω τέλεια ούτε τα δικά μου τα παιδιά είναι τέλεια. Έχω να μάθω ότι στη θέση που είναι τα «παιδιά των άλλων…» σε μία άλλη στιγμή θα βρεθούν τα δικά μου παιδιά.
Κι όλη αυτή η συζήτηση για το  bullying  παραβλέπει όλα τα παραπάνω. Δεν είναι το ζήτημα ποιος είναι ο θύτης και ποιο το θύμα, τι κάνουν σωστά και τι λάθος οι γονείς ποιου παιδιού. Οι θύτες και τα θύματα εναλλάσσονται συνεχώς στις παρέες των παιδιών μας όπως γίνεται και στη ζωή. Κάνουμε σεμινάρια στο παιδιά για το σχολικό εκφοβισμό και ξεχνάμε τα προηγούμενα κεφάλαια.
Ποια είναι τα προηγούμενα κεφάλαια;
Μαθήματα φιλίας. Μαθήματα επίλυσης συγκρούσεων. Μαθήματα διαχείρισης συναισθημάτων. Μαθήματα συγχώρεσης. Μαθήματα αγάπης.
Κι εγώ τι μάθημα έχω να πάρω;
Ξέρω ότι πάλι και πάλι θα υποπέσω στο ίδιο σφάλμα γιατί είναι ανθρώπινο να ελπίζει κανείς ότι έχει απόλυτο έλεγχο στην ανατροφή των παιδιών του, στο μέλλον του, στα οικονομικά του, στις σχέσεις του. Αν έχεις τον έλεγχο, αυτό σημαίνει ότι μπορείς να  αποφύγεις τον πόνο. Και ξανά και ξανά, μέσα από τα λάθη μου κάτι θα μάθω και κάπως θα καταλάβω ότι το λάθος κι ο πόνος και η δυσκολία είναι μέρος της ζωής και της εξέλιξης και του μεγαλώματος.
Και τα παιδιά των άλλων είναι τα δικά μου παιδιά και τα δικά μου παιδιά είναι τα παιδιά των άλλων…


Η Άννυ Μπενέτου είναι ψυχολόγος και ασχολείται με τη Συμβουλευτική και τη Θετική Ψυχολογία
Πηγη: http://enallaktikidrasi.com/2016/03/ta-paidia-tvn-allvn/

Πώς οι κυτταρικές αναμνήσεις προκαλούν αρνητικά συμπτώματα στη ζωή μας

Απόσπασμα από το βιβλίο του Alexander Loyd PhD, ND “Ο Κώδικας της Θέλησης“. Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα
Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από 7.000.000.000.000.000.000.000.000.000 (εφτά οκτάκις εκατομμύρια) άτομα. Καθένα από αυτά τα άτομα επηρεάζεται από τις σκέψεις σας. Κάθε φορά που κάνετε μια νέα σκέψη, δημιουργείτε νέες συνδέσεις (ή νευρικές οδούς) στον εγκέφαλό σας. Όταν βιώνετε για πρώτη φορά μια εμπειρία, δημιουργείται ένα νευρικό δίκτυο, το οποίο ενεργοποιεί αυτομάτως τις ίδιες σκέψεις και τα ίδια συναισθήματα κάθε φορά που βιώνετε μια παρόμοια εμπειρία. Αυτά τα νευρικά δίκτυα αποτελούν τις κυτταρικές σας αναμνήσεις. Όποτε βιώνετε ένα παρόμοιο γεγονός, ενεργοποιείται η ίδια ανάμνηση, και συνήθως δεν αντιλαμβάνεστε συνειδητά από πού προέρχεται ή γιατί νιώθετε έτσι.
Το πρόβλημα είναι ότι οι περισσότερες αντιδράσεις σας προκύπτουν αυτόματα, βάσει των αναμνήσεων από τις παρελθοντικές εμπειρίες σας. Αν μεγαλώσατε με σπουδαία πρότυπα και με ενθάρρυνση, τότε μπορεί να είστε ένας από τους τυχερούς που τώρα ζουν σε κατάσταση ευδαιμονίας. Αν, όμως, υπάρχουν στο παρελθόν σας –είτε στη δική σας ζωή είτε στων προγόνων σας– τραύματα που δεν έχετε θεραπεύσει ακόμα, τότε πιθανόν η ζωή σας να είναι γεμάτη από παρόμοιες εμπειρίες που συνεχίζουν να προκύπτουν βάσει των κυτταρικών σας αναμνήσεων.
Οι κυτταρικές σας αναμνήσεις είναι τα σημεία αναφοράς που χρησιμοποιεί ο εγκέφαλός σας για να αποφασίσει πώς να αντιδράσει εδώ και τώρα. Είναι ο λόγος που τόσοι από εμάς, καλώς ή κακώς, μιμούμαστε τους γονείς μας στις ενήλικες σχέσεις μας, ακόμα και όταν γνωρίζουμε ότι αυτό είναι λάθος και βάζουμε τα δυνατά μας για να το αποτρέψουμε. Αν, λοιπόν, έχετε μια ανάμνηση που συνδέεται με θυμό, φόβο, χαμηλή αυτοεκτίμηση ή κάποιο άλλο από τα εκατοντάδες παρόμοια αρνητικά συναισθήματα, η ανάμνηση αυτή μπορεί να σας προκαλέσει ασθένειες, να σας οδηγήσει στην αποτυχία και να καταστρέψει τις σημαντικότερες σχέσεις σας. Όταν αντιμετωπίζετε οποιαδήποτε κατάσταση στη ζωή σας, μπορεί να πιστεύετε ότι την αντιλαμβάνεστε μέσα από ένα νέο πρίσμα, ως λογικοί ενήλικες, και ότι αποφασίζετε συνειδητά πώς θα αντιδράσετε τη συγκεκριμένη στιγμή.
Στην πραγματικότητα, η πνευματική σας καρδιά αναζητά την ανάμνηση που ταιριάζει καλύτερα με τα αισθητηριακά ερεθίσματα που λαμβάνετε. Σύμφωνα με έρευνες, η αισθητηριακή μας αντίληψη (η όραση, η όσφρηση, η αφή κ.τλ.) χάνεται ύστερα από ένα δευτερόλεπτο. Έτσι, ο τρόπος με τον οποίο αντιδράμε ύστερα από ένα δευτερόλεπτο δεν έχει να κάνει με τις αισθήσεις μας αλλά με τις τράπεζες μνήμης μας. «Δεν αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα όπως είναι πραγματικά. Τα αντιλαμβανόμαστε όπως είμαστε εμείς».
Θυμηθείτε το παράδειγμα με τους δύο οδηγούς που είναι εγκλωβισμένοι στο μποτιλιάρισμα. Ο ένας εξοργίζεται, ο άλλος παραμένει ψύχραιμος. Βιώνουν ακριβώς τις ίδιες εξωτερικές συνθήκες. Άρα, η διαφορά δεν μπορεί να οφείλεται σε αυτές. Πρέπει να οφείλεται σε κάτι το εσωτερικό – και πράγματι, έτσι είναι. Αν η πνευματική σας καρδιά εντοπίσει μια ευχάριστη ανάμνηση, έχετε την τάση να αντιδράτε θετικά. Αν εντοπίσει μια επώδυνη ανάμνηση, τείνετε να αντιδράτε με φόβο ή θυμό. Αυτή η ανάμνηση φόβου θα επηρεάσει αρνητικά τη φυσιολογία, τις σκέψεις, τις πεποιθήσεις, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά σας. Η μνήμη μας λειτουργεί όπως ένα κινητό τηλέφωνο: εκπέμπει και λαμβάνει σήματα διαρκώς.
Η ανάμνηση αυτή μεταδίδει ένα «σήμα φόβου» στα γύρω κύτταρα, καθώς και στον υποθάλαμο του εγκεφάλου σας, σημείο που ελέγχει την αντίδραση στρες. Όταν τα κύτταρα λάβουν το συγκεκριμένο σήμα, κλείνουν και αρχίζουν να ασθενούν και να πεθαίνουν. Δεν εξουδετερώνουν τις τοξίνες ούτε λαμβάνουν το οξυγόνο, τα θρεπτικά στοιχεία, την ενυδάτωση και τα ιόντα που χρειάζονται. Αν τα κύτταρα παραμείνουν σε αυτή την κλειστή κατάσταση για μεγάλο χρονικό διάστημα, αυξάνονται δραματικά οι πιθανότητες να ενεργοποιηθεί το γονίδιο κάποιας ασθένειας. Μάλιστα, ο δρ Μπρους Λίπτον υποστηρίζει ότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος που μπορεί να προκληθεί μια ασθένεια. Αν δεν συμβεί αυτό, είναι κυριολεκτικά αδύνατον να αρρωστήσει κανείς, γιατί το ανοσοποιητικό σύστημα και το σύστημα αυτοΐασης του σώματος θα λειτουργούν πάντα στην εντέλεια.
Όταν ο υποθάλαμος λαμβάνει το σήμα του φόβου από την ανάμνηση, ενεργοποιεί την αντίδραση στρες. Έτσι ξε- κινούν όλα τα προβλήματα. Ενεργοποιείται η αντίδραση μάχης ή φυγής και ο υποθάλαμος κατακλύζει το σώμα μας με ορμόνες που προκαλούν στρες, όπως η κορτιζόλη. Έτσι, στρεφόμαστε στον προγραμματισμό πόνου-ευχαρίστησης και προσπαθούμε να ανακουφιστούμε πάση θυσία από τον πόνο ή το φόβο. Τώρα, θέλουμε είτε να ξεφύγουμε από αυτό που μας απειλεί είτε να το καταστρέψουμε. Ο εγκέφαλός μας αποσυνδέει ή καταστέλλει όλες τις συνειδητές λογικές διεργασίες σκέψης, κρατώντας μόνο αυτές που χρειάζονται για να μπορέσουμε να αποφασίσουμε μεταξύ μάχης ή φυγής. Αυτό το στρες προκαλεί ασθένειες, κόπωση, επιβράδυνση των νοητικών λειτουργιών, αρνητισμό και αποτυχία.
Ουσιαστικά, παράγει κάθε πιθανό είδος αρνητικών συμπτωμάτων. Βλέπετε τη σύνδεση; Η ιδέα αυτή έχει πολύ σημαντικές συνέπειες στο ρόλο που παίζει ο συνειδητός νους μας στη λήψη αποφάσεων και στον τρόπο που ενεργούμε. Ο δρ Γουίλιαμ Τίλερ μου είπε τα ακόλουθα σχετικά με τις συνειδητές και υποσυνείδητες προθέσεις: «Αν έρχονται σε αντιπαράθεση, επικρατεί πάντα το υποσυνείδητο». Ένα δευτερόλεπτο προτού αποφασίσουμε συνειδητά πώς θα ενεργήσουμε, παρατηρείται στον εγκέφαλο έκκριση χημικών ουσιών, η οποία μας υπαγορεύει τι θα αποφασίσουμε και κινητοποιεί το σώμα για να προβεί στη συγκεκριμένη πράξη – και όλα αυτά ένα δευτερόλεπτο προτού ο συνειδητός μας νους αποφασίσει τι θα κάνουμε.
Έτσι, αν έχουμε μια ανάμνηση φόβου που συνδέεται με τη συγκεκριμένη κατάσταση, η συνειδητή μας επιλογή στην πραγματικότητα υπαγορεύεται από τον προγραμματισμό μας (κάτι το οποίο συχνά δεν αντιλαμβανόμαστε) και εφευρίσκουμε μια λογική εξήγηση γι’ αυτό που έχουν ήδη αποφασίσει το ασυνείδητο και το υποσυνείδητό μας.
Το περιοδικό National Geographic αναφέρεται σε αυτό το φαινόμενο με τον όρο «ψευδαίσθηση της πρόθεσης». Έχουμε συναντήσει όλοι πολλά τέτοια παραδείγματα στη ζωή μας. Ένα από αυτά είναι η θρησκευτική μας ανατροφή. Προσωπικά, μεγάλωσα σε ένα αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον, κάτι που είχε σαν αποτέλεσμα να αναπτυχθεί μέσα μου ένα είδος σχιζοφρενικής σύγκρουσης. Με έμαθαν ότι ο Θεός είναι αγάπη, αλλά ότι περίμενε επίσης πότε θα έκανα κάποιο λάθος για να με τιμωρήσει σκληρά. Όταν ενηλικιώθηκα, απέρριψα αυτή την ιδέα του Θεού, γιατί μου φαινόταν εντελώς παράλογη. Ή, τουλάχιστον, την απέρριψε ο συνειδητός νους μου, επειδή μου προκαλούσε τόσο πόνο.
Χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες ολόκληρες για να καταφέρει να την απορρίψει και η πνευματική μου καρδιά. Αλλά από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησα μια αναζήτηση. Με τον καιρό, οι πεποιθήσεις μου άλλαξαν και έγιναν πιο υγιείς. Πλέον, έχω αποφασίσει να μην ανήκω σε καμία θρησκεία (δηλαδή, να μην επισκέπτομαι κάποιο συγκεκριμένο κτίριο με συγκεκριμένο όνομα και ένα ορισμένο σύνολο κανόνων που πρέπει να ακολουθεί κανείς για να είναι «καλός πιστός»). Έχω ανακαλύψει καλά και κακά στοιχεία σε όλες τις θρησκείες. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν υπαινίσσομαι ότι δεν εκτιμώ ή ότι υποτιμώ τους ανθρώπους που πιστεύουν και ζουν σύμφωνα με κάποια συγκεκριμένη θρησκεία. Απλώς σας μεταφέρω τις προσωπικές μου πεποιθήσεις και σας εξηγώ ποιο μονοπάτι ακολουθώ εγώ.
Αν δεν ζεις με αγάπη, έχεις χάσει το νόημα της ζωής. Πιστεύω ότι καθήκον μου, με κάθε άτομο και σε κάθε περίπτωση, είναι να αγαπάω χωρίς ιδιοτελή κίνητρα και χωρίς δεσμεύσεις, είτε με συμπαθούν και μου φέρονται καλά είτε όχι. Δουλειά μου δεν είναι να κρίνω, αλλά απλώς να αγαπάω. Πιστεύω ότι αυτό θα πει «πνευματική» (και όχι θρησκευτική) ζωή. Το ερώτημά μου, όμως, είναι το εξής: Τι έχετε μέσα σας; Είστε θρήσκοι ή όχι; Τι ομάδα είστε; Είστε υπέρ ή κατά της διόγκωσης του κράτους; Υπάρχει κάποιου είδους σύγκριση ή αντιπαράθεση στην οποία οι πεποιθήσεις σας πρέπει να υπερισχύσουν πάση θυσία; Ή μήπως αναζητάτε συνεχώς ολόκληρη την αλήθεια, ό,τι κι αν συμβεί;
Όποτε έρχεται στο γραφείο μου κάποιος που στρεσάρεται με τα οικονομικά του, τον ρωτάω: «Έχεις κάπου να μείνεις; Έχεις να φας; Έχεις ρεύμα;» Συνήθως, απαντάει «Ναι» με μελαγχολία. Ουσιαστικά, ανησυχεί για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ, γιατί, ακόμα κι αν έχει χάσει πολλά, πάντα θα έχει μια στέγη πάνω από το κεφάλι του και ένα πιάτο φαΐ στο τραπέζι του. Όμως, το στρες του πηγάζει από τον εσωτερικό προγραμματισμό φόβου, που τον κάνει να συγκρίνει τον εαυτό του με τους άλλους, και όχι από κάποια πραγματική απειλή της ασφάλειας ή της ζωής του.
Κάποτε, είδα μια διαδικτυακή δημοσκόπηση που ρωτούσε: «Θα νιώθατε διαφορετικά αν μπορούσατε να πάρετε το σπίτι σας, τα υπάρχοντά σας και το μέρος όπου ζείτε αυτή τη στιγμή και να τα μεταφέρετε όλα στο φτωχότερο μέρος της Αιθιοπίας;» Η πιο κοινή αντίδραση με εξέπληξε. Οι περισσότεροι απάντησαν καταφατικά, δηλαδή, ότι θα ένιωθαν διαφορετικά, αλλά όχι επειδή θα αισθάνονταν πιο ικανοποιημένοι με όσα είχαν ή μεγαλύτερη συμπόνια για τους άλλους. Θα ένιωθαν άγχος, γιατί τώρα θα έπρεπε να προστατεύσουν τα υπάρχοντά τους απ’ όλους τους άλλους που ζούσαν φτωχότερα!
Αυτού του είδους η ασυνείδητη πρόθεση μας δείχνει γιατί οφείλουμε να αποπρογραμματίσουμε και να αναπρογραμματίσουμε τις αναμνήσεις της πνευματικής μας καρδιάς. Διαφορετικά, θα παραμείνουμε υποχείρια των ζητημάτων του υποσυνειδήτου ή του ασυνειδήτου μας, που όχι μόνο δεν μας βοηθούν ή δεν εξυπηρετούν σε κάτι, αλλά μπορεί και να μην ανταποκρίνονται καν στην πραγματικότητα.
Ας δούμε πώς εκδηλώνεται στην πράξη η ασυνείδητη πρόθεση. Ένας οδηγός πλησιάζει στην ουρά των αυτοκινήτων που είναι σταματημένα σε ένα φανάρι και αρχίζει να θυμώνει. Ο θυμός είναι ένα συναίσθημα που βασίζεται στο φόβο. Αν βιώνει φόβο σε μια κατάσταση που δεν είναι απειλητική για τη ζωή του, σημαίνει ότι ο ανθρώπινος «σκληρός δίσκος» του έχει προσβληθεί από κάποιον ιό – με άλλα λόγια, ότι ο μηχανισμός επιβίωσής του παρουσιάζει κάποια δυσλειτουργία. Κάποιες από τις αναμνήσεις στην πνευματική καρδιά του (ή στο υποσυνείδητό του) του λένε ότι η συγκεκριμένη κατάσταση είναι απειλητική για τη ζωή του. Οι αναμνήσεις αυτές μπορεί να προέρχονται από την ανατροφή του, από προηγούμενες εμπειρίες του ή ακόμα και από κληροδοτημένες εμπειρίες τις οποίες μπορεί είτε να γνωρίζει είτε όχι.
Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι έχει διαβάσει την εισαγωγή αυτού του βιβλίου, κι έτσι ο συνειδητός νους του γνωρίζει ότι πρέπει να περιμένει υπομονετικά στο αυτοκίνητό του, νιώθοντας αγάπη για τον οδηγό του μπροστινού οχήματος. Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις… Το πρόβλημα είναι εμφανές. Αυτή η συνειδητή επίγνωση του οδηγού δεν έχει καμία ελπίδα να επικρατήσει. Όταν ο εγκέφαλός του και η χημεία του σώματός του τον ωθούν να δώσει μάχη, το τελευταίο πράγμα που θέλει να κάνει είναι να περιμένει στωικά και με αγάπη. Αυτό θα ήταν το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε να κάνει οποιοσδήποτε από εμάς! Ελάχιστοι άνθρωποι είναι ικανοί να αντισταθούν στον προγραμματισμό πόνου-ευχαρίστησης, όταν το σώμα τους βρίσκεται σε κατάσταση μάχης ή φυγής. Η δύναμη της θέλησης είναι αναποτελεσματική, γιατί ο οδηγός έχει ήδη «το δάχτυλο στη σκανδάλη», προτού καν συνειδητοποιήσει τι έχει συμβεί.
Μάλιστα, το μόνο που ίσως πετύχουν με τη δύναμη της θέλησης όσοι βρίσκονται σε αυτή την κατάσταση μάχης ή φυγής είναι να πατήσουν την κόρνα τους ή να βρουν το γρηγορότερο δυνατόν έναν άλλο τρόπο να «ξεθυμάνουν» ή να ανακουφιστούν άμεσα από τον πόνο που αισθάνονται. Συνήθως, η δύναμη της θέλησης δεν επαρκεί για να καταφέρουν να κάνουν αυτό που πιστεύουν ότι είναι το σωστό.

Πηγή: http://enallaktikidrasi.com/2015/10/kuttariki-mnimi-kai-arnitika-sumptomata/

Το κομμάτι που λείπει συναντά το μεγάλο Ο


Ο μύθος της αναζήτησης και της ολοκλήρωσης που έχει συγκινήσει
αναγνώστες κάθε ηλικίας. Όλοι μας ψάχνουμε την ολοκλήρωση μέσα από την
αγάπη. Το ταξίδι είναι συνάμα πραγματικό και μεταφορικό, το τέλος
αναμενόμενο, αλλά με μια συγκινητική μεταφορική διάσταση. Την ολοκλήρωση
και την αγάπη θα τα βρούμε πρώτα μέσα μας.

Κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ

Το δώρο!




Ένα εθισμένο στα βίντεο-παιχνίδια αγόρι, θα ξαναγυρίσει στον "πραγματικό κόσμο" μέσω ενός ξεχωριστού δώρου! Μια υπέροχη 3D animation ταινία με μια ανατροπή που θ αγγίξει τις καρδιές σας. Να σημειωθεί ότι πριν οι συντελεστές του, αποφασίσουν να το μοιραστούν μαζί μ όλο τον υπόλοιπο κόσμο, "Το δώρο", συμμετείχε σε πάνω από 180 διεθνή φεστιβάλ και κέρδισε περισσότερα από 50 βραβεία

Η ταινία βασίζεται σε ένα υπέροχο μικρό κόμικ της -πολύ ταλαντούχας- Fabio COala.

Όσα χρειάζεται να ξέρουμε για το επάγγελμα του ψυχολόγου

Psychotherapy

Πότε πρέπει να απευθυνόμαστε σε έναν ψυχολόγο; Τι κερδίζει κανείς κάνοντας ψυχοθεραπεία; Έχει διαφορά ο ψυχολόγος από τον ψυχίατρο; Απαντήσεις σε 10 συχνές απορίες.

Το επάγγελμα του Ψυχολόγου, στον ελληνικό χώρο είναι ακόμα ασαφές και προκαλεί πολλά ερωτηματικά στους ενδιαφερόμενους που φλερτάρουν με την ιδέα να επισκεφθούν τον συγκεκριμένο χώρο. Ποιες, λοιπόν, είναι οι δημοφιλέστερες απορίες, που εκφράζονται συνήθως προς τους Ψυχολόγους;

Για ποιο λόγο και πότε πρέπει να απευθυνόμαστε σε έναν Ψυχολόγο;

Οι λόγοι και ο κατάλληλος χρόνος είναι προσωπικό ζήτημα του καθενός. Γενικά όμως, όταν ταλαιπωριόμαστε χωρίς προοπτική αλλαγής και εξέλιξης και αισθανόμαστε μπλοκαρισμένοι τόσο, που έχουμε ξεπεράσει τα προσωπικά όρια αντοχών, τότε είναι η κατάλληλη στιγμή να αναζητήσουμε τη βοήθεια ενός ψυχολόγου. Πολύ συχνά, οι άνθρωποι αφήνουμε τα πράγματα, μέχρι να φτάσει ο «κόμπος στο χτένι». Δεν χρειάζεται όμως να οδηγούμαστε πάντα σε επώδυνα αδιέξοδα, για να ζητήσουμε υποστήριξη από έναν επαγγελματία, που δεν έχει καμία συναισθηματική ανάμειξη με τα προβλήματα και τις δυσκολίες μας.

Έχει διαφορά ο Ψυχολόγος από τον Ψυχίατρο;

Πολλοί άνθρωποι μπερδεύουν τις δύο ειδικότητες, αν και υπάρχουν ξεκάθαρες και πυρηνικές διαφορές μεταξύ τους. Ο Ψυχίατρος έχει τελειώσει την Ιατρική και έχει λάβει ειδίκευση στον τομέα της ψυχιατρικής. Κάνει διαγνώσεις και είναι υπεύθυνος για τη φαρμακευτική θεραπεία, που πιθανότατα χρειάζεται ένας ασθενής του. Ο Ψυχολόγος έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του στην ψυχολογία και στη συνέχεια λαμβάνει εξειδίκευση σε κάποια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση. Οι Ψυχολόγοι δεν συνταγογραφούν, αλλά εν γένει πρέπει να βρίσκονται σε συνεργασία με τους Ψυχιάτρους, για όσους ασθενείς χρήζουν μίας ολοκληρωμένης θεραπείας.

Όταν πάει κάποιος σε Ψυχολόγο, πρέπει απαραιτήτως να έχει σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα ή κάποια ψυχική διαταραχή;

Όχι φυσικά. Στον Ψυχολόγο πάει κάποιος για την όποια ψυχική δυσκολία ή δυσλειτουργία αντιμετωπίζει στη ζωή του. Δεν είναι απαραίτητο αυτό να ισοδυναμεί με σοβαρό ψυχιατρικό πρόβλημα. Όλοι αντιμετωπίζουμε δυσκολίες στην καθημερινότητα μας, που μερικές φορές βιώνονται ως ανυπέρβλητες, μας απορροφούν, μας εξασθενούν και χρειαζόμαστε έναν εξωτερικό παράγοντα να μας αποσαφηνίσει το πρόβλημα και να μας βοηθήσει να βρούμε τις διαδικασίες επίλυσής του. Επίσης, ίσως να διαθέτουμε κάποια στοιχεία στην προσωπικότητά μας, που θα χρειαζόμασταν να τα αναδιαμορφώσουμε, να τα λειάνουμε, να τα στρογγυλέψουμε, για να μπορούμε να λειτουργούμε πιο ευέλικτα και πιο αποτελεσματικά.

 Όταν πάει κάποιος σε Ψυχολόγο, κάνει τη λεγόμενη Ψυχοθεραπεία;

Αυτό εξαρτάται από τις σπουδές του κάθε Ψυχολόγου. Για να ασκήσει ο Ψυχολόγος Ψυχοθεραπεία στον πελάτη του, θα πρέπει να έχει παρακολουθήσει και να έχει λάβει εξειδίκευση σε κάποια ψυχοθεραπευτική προσέγγιση (ψυχανάλυση, συστημική, συμπεριφοριστική, γνωσιακή, ανθρωποκεντρική, κ.ο.κ.). Επίσης, το κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος θα μπει σε ψυχοθεραπευτική διαδικασία εξαρτάται και από τη θέληση του ιδίου να γίνει μέρος αυτής. Εάν το επιθυμεί, θα πρέπει να μπει με δέσμευση και συνέπεια σε αυτή την προσπάθεια, όσο δύσκολη και χρονοβόρα και αν φαίνεται και είναι.

Τι κερδίζει κανείς κάνοντας Ψυχοθεραπεία; Πού βοηθά και με ποιον τρόπο;

Κάνοντας ψυχοθεραπεία, αρχικά κερδίζεις μία βαθύτερη επίγνωση του εαυτού σου και του προβλήματος που αντιμετωπίζεις. Δεν μένεις στην επιφάνεια προσπαθώντας να βρεις πρόσκαιρες λύσεις και να βάλεις την όποια δυσκολία «κάτω από τα χαλάκι», για να μην σε επιβαρύνει προς το παρόν. Η ατομική ή ομαδική ψυχοθεραπεία δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο να αγγίξει βαθιές πτυχές του εαυτού του, να καταλάβει το παρόν με βάση την ιστορία του και τις προσωπικές του καταγράφες, να αποκωδικοποιήσει σκέψεις και συναισθήματα και να βρει πιο ευέλικτους και πιο αποτελεσματικούς τρόπους διαχείρισης του εαυτού και των σχέσεων που αναπτύσσει. Μέσω του ψυχοθεραπευτή, ο οποίος καθρεφτίζει, αντανακλά και ενισχύει την αλλαγή, ο θεραπευόμενος φτιάχνει την αυτοεικόνα του, βελτιώνει την επικοινωνία και την συναλλαγή με τους υπόλοιπους ανθρώπους, επιλύει παρελθοντικά τραύματα και χαράζει νέα πορεία προς τα εμπρός.

Ποιες είναι οι αρχικές και πιο βασικές προϋποθέσεις για να πετύχει η Ψυχοθεραπεία;

Αρχικά, θα πρέπει να υπάρχει προσωπική θέληση από τον ενδιαφερόμενο να ξεκινήσει το ψυχοθεραπευτικό ταξίδι. Εάν δεν είναι δική του απόφαση ή η επίσκεψή του είναι προϊόν πίεσης και ενέχει αρκετή αμφιβολία, δεν θα διαρκέσει για πολύ και ο ενδιαφερόμενος θα φύγει από το γραφείο του ειδικού με θυμό και στενοχώρια. Επίσης, είναι καλό να υπάρχει δέσμευση και σταθερότητα σε αυτή την απόφαση. Τι σημαίνει αυτό; Τα ραντεβού θα πρέπει να τηρούνται με συνέπεια και στο χρόνο και στη συχνότητα (συνήθως διαρκούν μία ώρα και γίνονται σε εβδομαδιαία βάση). Τρίτον, η ψυχοθεραπεία ωφελεί να ξεκινά ορίζοντας με τον θεραπευτή από κοινού το λεγόμενο «θεραπευτικό συμβόλαιο». Έχοντας ξεδιπλώσει αρκετές πτυχές του εαυτού σου, καλείσαι να ορίσεις τον άξονα γύρω από τον οποίο θα επιδιώξεις τις απαιτούμενες αλλαγές σε εσένα. Τέλος, απαραίτητη είναι η εγκαθίδρυση μιας «θεραπευτικής συμμαχίας- σχέσης». Θεραπευτής και θεραπευόμενος εργάζονται για να πετύχουν ένα κοινό σκοπό. Ο θεραπευτής οφείλει να καλλιεργήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης και ασφάλειας, για να αφεθεί ο θεραπευόμενος και αντίστοιχα ο τελευταίος να ανοίξει την ψυχή του, χωρίς να φοβάται και να ασθάνεται άνετα. Τέλος, μία επιτυχημένη ψυχοθεραπεία φαίνεται και από το κλείσιμό της. Όταν γίνεται απότομα και βίαια, χωρίς να το έχεις επικοινωνήσει πρώτα με τον θεραπευτή, δεν μπορεί να έχει κέρδος προς εσένα.

Πόσες συνεδρίες χρειάζεται κάποιος, για να ολοκληρώσει τη Θεραπεία του;

Αυτό εξαρτάται από τις ανάγκες του θεραπευόμενου, από τον ρυθμό που αντέχει και θέλει να δουλέψει τον εαυτό του και από το είδος της ψυχοθεραπείας. Υπάρχουν, δηλαδή, κάποιες προσεγγίσεις, που δεν πηγαίνουν βαθιά τον θεραπευόμενο, μένουν περισσότερο στο εδώ και το τώρα και αντιμετωπίζουν συμβουλευτικά τις δυσκολίες του ατόμου. Υπάρχουν, όμως, και εκείνες που δουλεύουν περισσότερο υπαρξιακά και βαθύτερα οδηγούν το άτομο να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του συνδέοντας το σήμερα με το χθες. Η ολοκλήρωση της ψυχοθεραπείας είναι κάτι, που αποφασίζεται και ορίζεται από κοινού, από θεραπευόμενο και θεραπευτή. Το σίγουρο είναι, ότι δεν πρόκειται για ψυχοθεραπεία όταν πάμε σε έναν ψυχολόγο για ένα μήνα και φεύγουμε από εκεί πιστεύοντας ότι έχουμε βάλει τον εαυτό μας σε τάξη.

Αλλάζει τελικά ο άνθρωπος και η προσωπικότητα του με την ψυχοθεραπεία;

Υπάρχουν περιθώρια αλλαγών στον άνθρωπο μέσω αυτής της τεχνικής, αρκεί να το επιθυμεί. Αρχικά, να έχει τη θέληση να έρθει αντιμέτωπος με πτυχές του εαυτού του που πολύ πιθανόν να μην είναι αρεστές και χαρούμενες. Η αποδοχή του προβλήματος και η απόφαση για την επίλυσή του, που μπορεί να ξεβολεύει, να αποσταθεροποιεί, είναι η αρχή της θεραπείας. Η αλλαγή είναι κάτι που θέλει χρόνο, μεθοδικότητα, υπομονή και επιμονή. Όταν οι αλλαγές γίνονται πολύ γρήγορα, είναι και επίφοβες και επιφανειακές. Το κάνουμε για να το κάνουμε και δεν το γνωρίζουμε, ούτε το βιώνουμε εκ βαθέων. Για αυτό και η δυσλειτουργία με αυτόν τον τρόπο επανέρχεται συνέχεια και μας ταλαιπωρεί. Σίγουρα, ο άνθρωπος όσο μεγαλύτερος είναι, τόσο πιο άκαμπτος και δύσκολος είναι στην αλλαγή. Ακόμα και εκεί, όμως, υπάρχει η ελπίδα της μετακίνησης, ας είναι και μικρού φάσματος.

Τηρείται το απόρρητο των πληροφοριών που δίνονται στον Ψυχολόγο;

Είναι το Α και το Ω στη θεραπεία. Κατά την ψυχοθεραπεία δεν κάνουμε «κουτσομπολιό», ούτε περιπαίζουμε τον πόνο και την ιδιωτικότητα του θεραπευόμενου. Ο Ψυχολόγος οφείλει να σταθεί με απόλυτο σεβασμό και δέος στην προσωπική ιστορία του πελάτη του και να την προστατέψει από τον καθένα. Το απόρρητο σπάει μόνο, όταν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις κακοποίησης ανηλίκων ή όταν κινδυνεύει η ζωή ενός ανθρώπου.

Μπορούμε να αλλάξουμε Ψυχολόγο, εάν δεν μας ικανοποιεί η συνεργασία μαζί του;

Για να κερδίσουμε πράγματα από την επίσκεψή μας σε έναν Ψυχολόγο, θα πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του και καλή θεραπευτική σχέση μαζί του. Και φυσικά θα πρέπει να αναζητήσουμε τη βοήθεια, που χρειαζόμαστε από άλλον ειδικό. Αλλά προσοχή: Δεν είναι αποτελεσματικό να αλλάζουμε σαν τα πουκάμισα τους Ψυχολόγους και αν αντιληφθούμε, ότι κανένας δεν μας ικανοποιεί, τότε ας προβληματιστούμε μήπως εμείς δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι να ξεκινήσουμε μία τέτοιου είδους θεραπεία και αν εμείς είμαστε άκαμπτοι στο να ακούσουμε και να διερευνήσουμε τον εαυτό μας.

Γράφει: Αθανασιάδου Ν. Μαρία
Συστημική Ψυχολόγος
Πηγή